top of page

Κάθε χρόνο που η αν­θρω­πό­τη­τα γιορ­τά­ζει την Γέν­νη­ση του Θε­αν­θρώ­που, ανα­ζω­πυ­ρώ­νε­ται το εν­δια­φέ­ρον του κοι­νού για εκεί­νο το άστρο που οδή­γη­σε τους σο­φούς μά­γους της Ανα­το­λής στην τα­πει­νή φάτνη που γεν­νή­θη­κε ο Σω­τή­ρας του κό­σμου. Όμως το πε­ρί­φη­μο άστρο της Βη­θλε­έμ φαί­νε­ται πως, για πε­ρισ­σό­τε­ρο από 2.010 χρό­νια μετά την ανα­φο­ρά της εμ­φά­νι­σής του, κρα­τεί ακόμα αρ­κε­τά καλά τα μυ­στι­κά του. Στην Καινή Δια­θή­κη, η ύπαρ­ξη του Άστρου ανα­φέ­ρε­ται από τον Ευαγ­γε­λι­στή Ματ­θαίο στο γνω­στό ευαγ­γε­λι­κό ανά­γνω­σμα (Ματθ. β΄, 1-12), που ακού­με στη Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κη Θεία Λει­τουρ­γία. Η πε­ρι­κο­πή αυτή ήταν εκεί­νη που προ­κά­λε­σε και προ­κα­λεί με­γά­λη δια­μά­χη για τη φύση του φαι­νο­μέ­νου εδώ και εκα­το­ντά­δες χρό­νια. Οι προ­σπά­θειες ερ­μη­νεί­ας του φαι­νο­μέ­νου και η δογ­μα­τι­κή σκο­πι­μό­τη­τα Το άστρο της Βη­θλε­έμ θε­ω­ρή­θη­κε ως αστρο­νο­μι­κό πρό­βλη­μα από τους ορ­θο­λο­γι­στές θε­ο­λό­γους της Δύσης, από τον 16ο αιώνα και μετά, όταν θέ­λη­σαν με επι­στη­μο­νι­κο­φα­νή τρόπο να απο­δεί­ξουν την ύπαρ­ξη του. Γι’ αυ­τούς η εμ­φά­νι­ση του Άστρου της Βη­θλε­έμ, συν­δυα­ζό­με­νη με το γε­νι­κό αστρο­λο­γι­κό (αστρο­λο­γι­κό και όχι αστρο­νο­μι­κό) πλαί­σιο της επο­χής, ήταν η ικανή και ανα­γκαία συν­θή­κη που θα απε­δεί­κνυε πε­ρί­τρα­να την ιστο­ρι­κή ύπαρ­ξη του Ιησού Χρι­στού. Επο­μέ­νως, οι προ­σπά­θειες των δυ­τι­κών χρι­στια­νών αστρο­νό­μων –κάτω από την πίεση των θε­ο­λο­γι­κο-αστρο­λο­γι­κών κύ­κλων της επο­χής– επι­κε­ντρώ­θη­καν στην από­δει­ξη της ιστο­ρι­κό­τη­τας της Γέν­νη­σης του Ιησού Χρι­στού, μέσω της από­δει­ξης της ύπαρ­ξης και ερ­μη­νεί­ας του Άστρου της Βη­θλε­έμ ως ενός φυ­σι­κού φαι­νο­μέ­νου. Η θέση αυτή άρ­χι­σε να εν­δια­φέ­ρει την πα­πι­κή εκ­κλη­σία από τον 15ο αιώνα και μετά, όταν η Αστρο­λο­γία είχε γνω­ρί­σει μια δεύ­τε­ρη άν­θι­ση λόγω της σύν­δε­σής της με την Ιου­δαϊ­κή Κα­μπα­λά, μια συλ­λο­γή μυ­στι­κι­στι­κών και ηθι­κο­πλα­στι­κών εβραϊ­κών συγ­γραμ­μά­των, σύμ­φω­να με τα οποία η έλευ­ση ιερών προ­σώ­πων συν­δέ­ε­ται άμεσα με την εμ­φά­νι­ση ου­ρα­νί­ων σω­μά­των. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι με­γά­λοι αστρο­νό­μοι της επο­χής, όπως ο Tύχων Mπρα­χέ (Tycho Brachè, 1546-1601) και ο βοη­θός-συ­νερ­γά­της του Γιο­χά­νες Kέ­πλερ (Johannes Kepler, 1571-1630), βα­θύ­τα­τα πι­στοί και οι δύο, ωθού­με­νοι από το πα­πι­κό ιε­ρα­τείο της επο­χής, ανα­γκά­στη­καν να ασχο­λη­θούν με το άστρο της Βη­θλε­έμ, μια προ­σπά­θεια που, του­λά­χι­στον στη Δύση, συ­νε­χί­ζε­ται μέχρι σή­με­ρα. Εδώ θα πρέ­πει να ση­μειώ­σου­με την τε­ρά­στια δια­φο­ρά με­τα­ξύ της Ορ­θό­δο­ξης νη­πτι­κής Θε­ο­λο­γί­ας της Ανα­το­λής και της «ιδε­ο­λο­γι­κο­ποι­η­μέ­νης Θε­ο­λο­γί­ας» της Δύσης. Για την Ορ­θο­δο­ξία, στην οποία δεν υπάρ­χει ανά­γκη επι­βε­βαί­ω­σης της Γέν­νη­σης και γε­νι­κό­τε­ρα της ιστο­ρι­κό­τη­τας του προ­σώ­που του Θε­αν­θρώ­που, το Άστρο της Βη­θλε­έμ είναι ένα κα­θα­ρά υπερ­βα­τι­κό γε­γο­νός που εντάσ­σε­ται στο γε­νι­κό­τε­ρο πλαί­σιο της εν­σάρ­κω­σης επί της Γης του Υιού και Λόγου του Θεού. Εκ­φρα­ζό­με­νη επο­μέ­νως η Ορ­θο­δο­ξία μέσω των θέ­σε­ων του Αγίου Ιω­άν­νου του Χρυ­σο­στό­μου (σύμ­φω­να με τον οποίο το εν λόγω Άστρο ήταν Άγ­γε­λος Κυ­ρί­ου), δεν θε­ω­ρεί κατ’ ου­δέ­να τρόπο το άστρο της Βη­θλε­έμ ως αστρο­νο­μι­κό ζή­τη­μα. Συ­νε­πώς δεν εξε­τά­ζε­ται κα­θό­λου κάτω απ’ αυτό το πρί­σμα, αφού η με­λέ­τη του ξε­φεύ­γει από τα όρια της ση­με­ρι­νής γή­ι­νης επι­στή­μης. Σύσ­σω­μη η Ορ­θο­δο­ξία πι­στεύ­ει σ’ αυτήν ακρι­βώς τη θέση και γι’ αυτόν τον λόγο δεν υπήρ­χαν προ­τά­σεις για την φύση του άστρου της Βη­θλε­έμ από πα­λαιό­τε­ρους Ορ­θο­δό­ξους αστρο­νό­μους με εξαί­ρε­ση ίσως τον Ωρι­γέ­νη, ο οποί­ος, όπως θα δούμε στη συ­νέ­χεια, εξέ­φρα­σε κά­ποιες από­ψεις περί φυ­σι­κής ερ­μη­νεί­ας. Τα πι­θα­νά σε­νά­ρια ερ­μη­νεί­ας του Άστρου της Βη­θλε­έμ ως φυ­σι­κού φαι­νο­μέ­νου. Κατά και­ρούς δια­τυ­πώ­θη­καν διά­φο­ρες επι­στη­μο­νι­κές ή επι­στη­μο­νι­κο­φα­νείς προ­τά­σεις που φι­λο­δο­ξούν να ερ­μη­νεύ­σουν το θέμα. Οι κυ­ριό­τε­ρες από αυτές είναι: Ο Αστέ­ρας ήταν ένας κο­μή­της, μια πα­γω­μέ­νη δη­λα­δή χιο­νό­μπα­λα από διο­ξεί­διο του άν­θρα­κα, που, καθώς κι­νεί­ται από τα βάθη του ηλια­κού μας συ­στή­μα­τος προς τον Ήλιο εξα­χνώ­νε­ται και λόγω της πί­ε­σης της ηλια­κής ακτι­νο­βο­λί­ας δη­μιουρ­γεί­ται η εντυ­πω­σια­κή ουρά του.

Η άποψη αυτή, η οποία υπο­στη­ρί­χθη­κε με­τα­ξύ άλλων και από τον Ωρι­γέ­νη, απορ­ρί­φθη­κε σύ­ντο­μα αφε­νός μεν διότι θα τον έβλε­παν όλοι, αφε­τέ­ρου δε γιατί οι αρ­χαί­οι λαοί θε­ω­ρού­σαν τους κο­μή­τες προ­άγ­γε­λους κακών. Γνω­ρί­ζου­με όμως ότι οι Μάγοι εξέ­λα­βαν το φαι­νό­με­νο ως αγαθό ση­μά­δι. Εξάλ­λου δεν ανα­φέ­ρε­ται στα χρο­νι­κά της επο­χής η εμ­φά­νι­ση κά­ποιου λα­μπρού κο­μή­τη. Ο Αστέ­ρας ήταν ένας «υπερ­και­νο­φα­νής αστέ­ρας» (supernova). Με­ρι­κές φορές φαί­νε­ται σαν να προ­στί­θε­ται στο στε­ρέ­ω­μα κά­ποιο νέο άστρο. Τι έχει συμ­βεί; Καθώς ένα με­γά­λης μάζας άστρο «γερνά» πε­ρι­πί­πτει σε ενερ­γεια­κό αδιέ­ξο­δο, το οποίο εκτο­νώ­νε­ται με μια σφο­δρό­τα­τη έκρη­ξη η οποία το δια­σπά εις τα εξ’ ων συ­νε­τέ­θη («υπερ­και­νο­φα­νής» ή “supernova”) . Σε κά­ποια κο­ρε­α­τι­κά χρο­νι­κά ανα­φέ­ρε­ται ένας «νέος αστέ­ρας» που έλαμ­ψε στον ου­ρα­νό το 4 π.Χ. Το γε­γο­νός αυτό φά­νη­κε να συ­νη­γο­ρεί υπέρ της άπο­ψης ότι το Άστρο των Χρι­στου­γέν­νων ήταν αυτός ο «υπερ­και­νο­φα­νής». Πα­ρό­λα αυτά και αυτή η άποψη θα πρέ­πει να απο­κλει­σθεί, γιατί, με­τα­ξύ άλλων, στα αντί­στοι­χα δυ­τι­κά χρο­νι­κά δεν ανα­φέ­ρε­ται που­θε­νά η εμ­φά­νι­ση ενός τέ­τοιου «νέου αστέ­ρα». O Αστέ­ρας ήταν μια με­γά­λη τρι­πλή σύ­νο­δος των πλα­νη­τών Δία, Κρό­νου και Άρη. Με τον όρο αυτό εν­νο­ού­με σε γε­νι­κές γραμ­μές την ευ­θυ­γράμ­μι­ση των εν λόγω πλα­νη­τών. Μια τέ­τοια σύ­νο­δος των πλα­νη­τών Δία και Κρό­νου συ­νέ­βη το 7 π.Χ. Ένα χρόνο μετά, το 6 π.Χ., έγινε και νέα σύ­νο­δος των δύο πλα­νη­τών, στην οποία προ­στέ­θη­κε και ο πλα­νή­της Άρης, σχη­μα­τί­ζο­ντας το κα­λού­με­νο «πύ­ρι­νο τρί­γω­νο». Σύμ­φω­να με την εκ­δο­χή αυτή, οι Μάγοι πα­ρα­τή­ρη­σαν τη σύ­νο­δο το 7 π.Χ. και κα­τό­πιν τη σύ­νο­δο του 6 π.Χ., οπότε άρ­χι­σαν και το τα­ξί­δι τους προς τη Βη­θλε­έμ. Τέλος, νέες σύ­νο­δοι με τη συμ­με­το­χή των πλα­νη­τών Ερμή και Κρό­νου καθώς και της Αφρο­δί­της με το Δία που συ­νέ­βη­σαν το 3 π.Χ. τους οδή­γη­σαν στον προ­ο­ρι­σμό τους, ο οποί­ος ήταν πλέον όχι η προ­σκύ­νη­ση του βρέ­φους στη φάτνη, αλλά του «παι­δί­ου». Η άποψη αυτή, η οποία υπο­στη­ρί­χθη­κε και από τον Κέ­πλερ, θα μπο­ρού­σε να απο­τε­λέ­σει μια πι­θα­νή επι­στη­μο­νι­κή εξή­γη­ση του Άστρου της Βη­θλε­έμ. Πρέ­πει όμως να το­νι­σθεί ότι σύ­νο­δοι με­τα­ξύ δύο πλα­νη­τών δεν απο­τε­λούν σπά­νιο αστρο­νο­μι­κό φαι­νό­με­νο. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Δίας και ο Κρό­νος έρ­χο­νται σε σύ­νο­δο μια φορά στα 20 χρό­νια. Είναι επο­μέ­νως εξαι­ρε­τι­κά αμ­φί­βο­λο αν ένα σχε­τι­κά συχνό φαι­νό­με­νο θα προ­ξε­νού­σε τόσο έντο­νο εν­δια­φέ­ρον σε έμπει­ρους αστρο­νό­μους της επο­χής, όπως ήταν οι Μάγοι. Τι ήταν λοι­πόν το Άστρο της Βη­θλε­έμ;


Μια προ­σω­πι­κή άποψη.

Από τη με­λέ­τη των πε­ρι­κο­πών που ανα­φέ­ρο­νται στο άστρο της Βη­θλε­έμ, μπο­ρού­με να οδη­γη­θού­με στις επό­με­νες επι­ση-­μάν­σεις:

α) Η φαι­νό­με­νη κί­νη­ση των ου­ρα­νί­ων σω­μά­των (ανα­το­λή-δύ­ση) δεν συ­μπί­πτει με την ανα­φε­ρό­με­νη κί­νη­ση του άστρου, έτσι όπως αυτή πε­ρι­γρά­φε­ται.

β) H φαι­νό­με­νη λα­μπρό­τη­τα του αστέ­ρα, όπως γρά­φε­ται ακόμα και στα λε­γό­με­να από­κρυ­φα κεί­με­να, σκί­α­ζε ακόμα και το φως του Ήλιου. Όμως κα­νείς άλλος εκτός των Μάγων δεν το είχε αντι­λη­φθεί.

γ) Το αστέ­ρι ανέ­λα­μπε και εξα­φα­νι­ζό­ταν, ή στε­κό­ταν και εκι­νεί­το «κατά το δο­κούν», αναί­τια ή ανα­λό­γως των ανα­γκών και της πε­ριο­χής που βρί­σκο­νταν οι Μάγοι. Ένα αστρο­νο­μι­κό αντι­κεί­με­νο δεν μπο­ρεί κατ’ ου­δέ­να τρόπο να πα­ρου­σιά­ζει μια τέ­τοια εί­δους συ­μπε­ρι­φο­ρά.

δ) Tο αστέ­ρι έδει­ξε ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο μικρό τόπο όπου γεν­νή­θη­κε ο Ιη­σούς Χρι­στός. Ένα αστρο­νο­μι­κό αντι­κεί­με­νο, όμως, λόγω της μα­κρι­νής από­στα­σης στην οποία βρί­σκε­ται, δεν μπο­ρεί να υπο­δεί­ξει κά­ποιο συ­γκε­κρι­μέ­νο τόπο στην επι­φά­νεια της Γης, παρά μόνο κα­τεύ­θυν­ση (προ­σα­να­το­λι­σμό). Προ­κει­μέ­νου να υπο­δει­χθεί ένα ορι­σμέ­νο γήινο ση­μείο, θα πρέ­πει το αντι­κεί­με­νο να δη­μιουρ­γη­θεί στα πολύ χα­μη­λά στρώ­μα­τα της γή­ι­νης ατμό­σφαι­ρας, γε­γο­νός αδύ­να­τον για ένα αστρο­νο­μι­κό αντι­κεί­με­νο.

Μετά απ’ όλες τις προη­γού­με­νες γε­νι­κές σκέ­ψεις και επι­ση­μάν­σεις θα θέ­λα­με να κα­τα­θέ­σου­με τις επό­με­νες προ­σω­πι­κές θέ­σεις και από­ψεις μας:

1. Θα πρέ­πει κά­ποιος να μην έχει ακόμη και τις πλέον στοι­χειώ­δεις γνώ­σεις Αστρο­νο­μί­ας, για να δια­τυ­πώ­σει την άποψη ότι το Άστρο της Βη­θλε­έμ, έτσι όπως αυτό πε­ρι­γρά­φε­ται στο κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιο, απο­τε­λεί ένα αστρο­νο­μι­κό αντι­κεί­με­νο. Μια τέ­τοια γνώμη θα μπο­ρού­σε να δια­τυ­πω­θεί μόνο από αστρο­νό­μους, των οποί­ων η επι­στη­μο­νι­κή οξυ­δέρ­κεια έχει αμ­βλυν­θεί από άλλα συ­ναι­σθή­μα­τα, όπως το φα­να­τι­σμό, την κοι­νω­νι­κή σκο­πι­μό­τη­τα ή την αν­θρώ­πι­νη φι­λο­δο­ξία κ.λ.π.

2. Αρ­νού­μα­στε, για ένα φαι­νό­με­νο, όπως ο Αστέ­ρας της Βη­θλε­έμ, να μπού­με στη λο­γι­κή κα­τα­σκευ­ής προ­σω­πι­κών σε­να­ρί­ων και την δια­τύ­πω­ση κά­ποιων από­ψε­ων, που ως στόχο τους θα είχαν, όχι την διε­ρεύ­νη­ση της αλή­θειας, αλλά την ψευ­δο­ε­πι­βε­βαί­ω­ση προ­σω­πι­κών «με­τα­φυ­σι­κών» ή κοι­νω­νι­κών δογ­μά­των, καθώς και την εξυ­πη­ρέ­τη­ση προ­σω­πι­κών τα­κτι­κών με­θο­δεύ­σε­ων και επι­διώ­ξε­ων. Θα ήταν, επο­μέ­νως, πιο τίμιο επι­στη­μο­νι­κά να δε­χθού­με την άποψη ότι φαι­νό­με­να, όπως το Άστρο της Βη­θλε­έμ, κι­νού­νται εντός των πλαι­σί­ων του γε­νι­κό­τε­ρου φυ­σι­κού νόμου, πι­θα­νό­τα­τα όμως έξω από το σύ­στη­μα της μέχρι σή­με­ρα γνω­στής στον άν­θρω­πο επι­στη­μο­νι­κής γνώ­σης. Υπό την έν­νοια αυτή, πε­ρι­γρά­φο­ντας το άστρο της Γέν­νη­σης, μπο­ρού­με να δε­χθού­με τον όρο «με­τα­φυ­σι­κό» ως προς την φύση του.


Κά­ποιες τε­λι­κές σκέ­ψεις

Είναι λοι­πόν σί­γου­ρο ότι η επι­στή­μη δεν μπο­ρεί να απα­ντή­σει, ίσως προς το παρόν, με βε­βαιό­τη­τα για την φύση του πε­ρί­φη­μου Άστρου. Καμία από τις αστρο­νο­μι­κές επε­ξη­γή­σεις, όπως ανα­φέ­ρα­με προη­γου­μέ­νως, δεν ικα­νο­ποιεί πλή­ρως. Μάλ­λον τεί­νουν να απο­φαν­θούν για το τι δεν ήταν παρά για το τι ήταν. Και μετά όλα τα προη­γού­με­να, όλοι όσοι ψά­χνου­με κάθε Χρι­στού­γεν­να να ανα­κα­λύ­ψου­με το θεϊκό άστρο της αγά­πης των παι­δι­κών μας χρό­νων στον χει­μω­νιά­τι­κο ου­ρα­νό πλα­νη­θή­κα­με χρό­νια πολλά; Ασφα­λώς όχι. Πρέ­πει να συ­νε­χί­σου­με το ψά­ξι­μο. Θα πρέ­πει όμως να ξέ­ρου­με ότι ποτέ δεν θα το βρού­με, αν δεν χα­θού­με στο βίωμα ενός μα­κρι­νού και απρο­σπέ­λα­στου κό­σμου, του κό­σμου των μύ­χιων της ψυχής μας, που ποτέ ίσως δεν κα­τα­δυ­θή­κα­με και ποτέ δεν κα­τα­νο­ή­σα­με. Το άστρο της αλη­θι­νής αγά­πης της Γέν­νη­σης του Θε­αν­θρώ­που δεν απο­τε­λεί έπα­θλο κά­ποιας αν­θρώ­πι­νης αλα­ζο­νι­κής κα­τά­κτη­σης, ούτε αντι­κεί­με­νο για την από­δει­ξη ύπαρ­ξης ή μη ύπαρ­ξης. Το Φως Του απο­κα­λύ­πτε­ται αυ­θόρ­μη­τα, ως Άκτι­στο Φως, μόνο σ’ εκεί­νους που έτα­ξαν σκοπό της ζωής τους να το λευ­τε­ρώ­σουν από τη σκλα­βιά των αν­θρώ­πι­νων παθών τους. Σαν εκεί­νους του μα­κρι­νούς Μά­γους.

Δρ. Αντώνιος Αντωνίου


1. VIDEO - ΤΟ ΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΒΗΘΛΕΕΜ - ΑΠΟΨΕΙΣ

2. VIDEO - ΤΟ ΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΒΗΘΛΕΕΜ - ΑΠΟΨΕΙΣ

3. VIDEO - ΤΟ ΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΒΗΘΛΕΕΜ - ΑΠΟΨΕΙΣ

bottom of page