top of page

Γνωστικισμός : Τό πολυπλόκαμο σύστημα πού ταλάνισε τήν πρώτη ’Εκκλησία


Προφανῶς μιά ἀνακάλυψη πού ἐνδιέφερε ζωηρά τούς ἐπιστήμονες καί μόνον, πυροδότησε συζητήσεις, πού ἐκυμαίνοντο συνήθως μεταξύ τῆς παχυλῆς ἄγνοιας καί τῆς φαιδρότητος. Πρόκειται γιά τό διαβόητο «Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα», πού βέβαια οὔτε εὐαγγέλιο εἶναι, οὔτε ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης τό ἔγραψε. Ἕνα γνωστικῆς προέλευσης κείμενο, πού γνωρίζαμε τήν ὕπαρξή του ἀλλά δέν εἴχαμε ἀντίγραφό του, ὅπως συμβαίνει μέ πάρα πολλά ἀρχαῖα κείμενα, βρέθηκε ἐπί τέλους. Μεγάλη ἡ ἀνακάλυψη, γιά ὅσους ἀσχολοῦνται μέ τόν Γνωστικισμό, ἀλλά μηδαμινῆς σημασίας γιά τόν ἄνθρωπο τῆς διπλανῆς πόρτας, τόν ὁποῖον ἴσως θά τόν ἐνδιέφερε, ἄν εἶχε ἐγκυκλοπαιδικά ἐνδιαφέροντα, νά μάθει τί εἶναι ἐπί τέλους αὐτός ὁ Γνωστικισμός.

Γι αὐτόν καί γιά κάθε φιλομαθῆ ἀναγνώστη γράφονται οἱ ἀκόλουθες γραμμές.

Ὁ Γνωστικισμός δέν εἶναι μιά θρησκεία ἤ μιά αἴρεση, ὅπως αὐτές πού γνωρίζουμε. Δέν ἔχει δηλαδή ἕνα ἑνιαῖο καί συγκροτημένο σύνολο ἰδεῶν ἤ δογμάτων, δέν ἔχει ἕναν ὁρισμένο ἀρχηγό, δέν ἐμφανίστηκε σέ ἕναν σύγκεκριμένο τόπο, δέν ἱδρύθηκε μιά συγκεκριμένη στιγμή, οὔτε τά μέλη του ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο συγκροτημένο σῶμα. Ἐμφανίστηκε κατά τούς ἑλληνιστικούς χρόνους, ἤδη πρίν ἀπό τήν ἐποχή τῆς δράσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀποστόλων, μάλλον ὡς θρησκευτικό κίνημα, ἀποτέλεσμα τῶν συγκρητιστικῶν τάσεων τῆς ἐποχῆς, δηλαδή τῶν τάσεων ἀναμίξεως παντοειδῶν φιλοσοφικῶν καί θρησκειακῶν στοιχείων, κυριως τῶν χωρῶν τῆς Μεσογείου, τῆς Μεσοποταμίας καί τοῦ Ἰράν. Οἱ τάσεις αὐτές πρέπει νά κατανοηθοῦν μέσα στό πλαίσιο τῆς «οἰκουμενικότητας» πού ἀκολούθήσε τίς κατακτήσεις τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καί τή συνακόλουθη ὄσμωση τῶν πολιτιστικῶν, φιλοσοφικῶν καί θρησκειακῶν στοιχείων τῆς ζωῆς τῶν λαῶν. Ἡ ὄσμωση αὐτή ἐπέφερε τή σχετικοποίηση τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος, καί τήν κατανόηση τῆς ἀδυναμίας ἐπιλύσεως τῶν ὑπαρξιακῶν προβλημάτων, τόσο ἀπό τίς γνωστές θρησκεῖες ὅσο καί ἀπό τίς μυστηριακές λατρεῖες. Αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀναζήτηση νέων ἀπαντήσεως στά ὑπαρξιακά ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου.

Ἔτσι, γεννήθηκε ὁ Γνωστικισμός: χωρίς ἱδρυτή, χωρίς ἀρχηγό, ξεπήδησε ἀπό πολλά σημεῖα, σέ διαφόρους τόπους, σχεδόν ταυτόχρονα, σάν ἕνα κύμα, ἕνα ρεῦμα, πού μεταφέρεται καί ἐξεπλώνεται ταχύτατα ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο. Κυρίως ὁ Γνωστικισμός ξεκίνησε ἀπό τίς χῶρες, ὅπου ὁ ἑλληνικός πολιτισμός συνάντησε τόν ἰουδαϊκό, τόν αἰγυπτιακό, τόν βαβυλωνιακό καί τόν περσικό (πρβλ. Π. Κ. Χρήστου, Γνωστικισμός, ΘΗΕ 4, στ. 592). Οἱ κοινές προϋποθέσεις ἐξηγοῦν τά κοινά σημεῖα τῶν ποικίλων γνωστικῶν συστημάτων. Ἡ ποικιλία προελεύσεως τῶν στοιχείων πού χρησιμοποιεῖ κάθε γνωστικό σύστημα ἑρμηνεύει τήν πολυμορφία τοῦ γνωστικοῦ κινήματος. Ὅταν δέ ἐμφανίστηκε ὁ Χριστιανισμός, ὁ Γνωστικισμός παρέλαβε ἀπό αὐτόν τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ - σωτῆρος καί τήν ἐνέταξε στό ὑπάρχον σύστημά του. Κοινό στοιχεῖο καί βάση τοῦ Γνωστικισμοῦ εἶναι ἡ Γνώση, ἡ ὁποία μόνη λυτρώνει τόν ἄνθρωπο, καί ὄχι ἡ πίστη, ὅπως δέχεται ὁ Χριστιανισμός. Τό περιεχόμενο τῆς γνώσεως αὐτῆς εἶναι ὁρισμένες «ἀλήθειες», πού ἀπαντοῦν στά βασικά ἐρωτήματα κάθε ἀνθρώπου. Κατά τόν Κλήμεντα Ἀλεξανδρέα, ἀπό τόν ὁποῖον μαθαίνουμε ἀρκετά πράγματα γιά τούς Γνωστικούς, τά ἐρωτήματα αὐτά εἶναι: «τίνες ἦμεν; τί γεγόναμεν;ποῦ ἦμεν; ποῦ ἐνεβλήθημεν; ποῦ σπεύδομεν; πόθεν λυτρούμεθα; τί γέννησις; τί ἀναγέννησις;» (Ἐπιτομαί Θεοδότου 78,2). Ἡ ἀπάντηση στά ἐρωτήματα αὐτά συνιστᾶ τήν ἀλήθεια. Ἐπειδή δέ ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι μία ἀλλά πολλές, γι’ αὐτό καί ὁ Γνωστικισμός δέν εἶναι ἕνα σύστημα ἀλλά πολλά. Γενικά, ἡ γνώση δέν νοεῖται στούς Γνωστικούς ὡς διανοητική λειτουργία μόνον, ἀλλά καί ὡς ἕνωση μέ τό ἀντικείμενό της, τήν ἀλήθεια, ἡ ὁποία δέν ταυτίζεται ἀπαραίτητα μέ τόν Θεό.

Ἡ ἕνωση αὐτή ὁδηγεῖ στή λύτρωση.

Ἡ λύτρωση διά τῆς γνώσεως δέν εἶναι καινούργιο στοιχεῖο στόν Γνωστικισμό. Ἀπαντᾶ καί σέ ἄλλες θρησκεῖες, ἐδῶ ὅμως ἀποκτα[νέο περιεχόμενο καί ἀπολυτοποιεῖται.

Ἀμέσως μόλις ἐμφανίστηκε, ὁ Γνωστικισμός ὑπέστη τήν ἐπίδραση συστημάτων καί ἰδεῶν, πού προέρχονταν ἀπό διαφορετικότατες κατευθύνσεις. Ἡ Αἴγυπτος, ἡ Περσία, ἡ Συρία, ἀλλά και ὁ Ἰουδαϊσμός, ὁ Ἑλληνισμός, οἱ Σαμαρεῖτες και τελικά ὁ Χριστιανισμός, ἔθεσαν τή σφραγιδα τους ποικιλοτρόπως στόν Γνωστικισμό, μέ ἀποτέλεσμα τή δημιουργία πλήθους συστημάτων πού διαφέρουν μεταξύ τους σέ πολλά, ἀλλά πού τούς συνδέει ἡ κοινή παραδοχή τῶν βασικῶν θέσεων τῆς Γνώσεως. Τίς βασικές αὐτές θέσεις ἀντλοῦσαν, ὅπως προείπαμε, ἀπό τίς διάφορες φιλοσοφίες καί θρησκεῖες τῆς ἐποχῆς, μετά δέ τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ, διαβλέποντες ὅτι ἀυτός μέ τή δυναμικότητά του καί τήν ἀπήχηση στίς μάζες ἦταν κατάλληλο ὄχημα γιά τή διάδοση τῶν ἰδεῶν του, ἐσύλησαν τή διδασκαλία του, ἑρμηνεύοντας αὐτήν κατά τό δοκοῦν, παρεμβάλλοντας χωρία στά γνήσια συγγράμματα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί προσαρμόζοντας τά στοιχεῖα πού τούς ἐνδιέφεραν στίς ἀπόψεις τους. Δέν δίστασαν μάλιστα νά συγγράψουν καί νέα κείμενα, τά ὁποῖα ἰσχυρίζοντο ὅτι προήρχοντο ἀπό τούς ἀποστόλους καί ἔφθασαν μέχρι αὐτούς μέ «ἀπόκρυφο» τρόπο. Ἕνα τέτοιο εἶναι καί τό πολυσυζητημένο στίς ἡμέρες μας Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα. Τήν Παλαιά Διαθήκη τήν ἀπεχθάνονταν, γιατί θεωροῦσαν ὅτι ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν ὁ κακός θεός. Παρά ταῦτα, ὁρισμένες ὁμάδες Γνωστικῶν τιμοῦσαν ἰδιαιτέρως πρόσωπά της, ὅπως τόν Ἀδάμ, τόν Σήθ οἱ Σηθιανοί καί τόν Κάϊν οἱ Καϊνῖτες, ἀπό τούς ὁποίους προέρχεται τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα.

Οἱ κοινές βασικές θέσεις τῶν Γνωστικῶν μποροῦν νά συνοψισθοῦν στά ἑξῆς: 1.Ἡ διαρχία. Δέν ὑπάρχει ἕνας Θεός ἀλλά δύο: ὁ θεός τοῦ καλοῦ καί ὁ θεός τοῦ κακοῦ. Ἐδῶ εἶναι προφανής ἡ ἐπίδραση τοῦ Ζωροαστρισμοῦ τοῦ Ἰράν, ὅπου καλός θεός εἶναι ὁ Ἀχούρα Μάζδα καί κακός ὁ Ἀριμάν. Στή διαρχία ἔφτασε ὁ Γνωστικισμός προσπαθώντας νά ἐξηγήσει τήν ὕπαρξη τοῦ κακοῦ στόν κόσμο. Δεχόμενος ὅτι τό κακό ὑφίσταται ὀντολογικά καί δέν εἶναι ἡ ἄρνηση ἤ ἡ ἀνυπαρξία τοῦ καλοῦ, τό ταύτισε μέ τήν ὕλη, τῆς ὁποίας ὁ δημιουργός θεός εἶναι κακός, ἐφ’ ὅσον ἡ ὕλη εἶναι συνδεδεμένη μέ τόν πόνο καί τό φυσικό κακό. Ὁ θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ὁ θεός δημιουργός, ἄρα ὁ κακός, γι’ αὐτό καί ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἀπορριπτέα. Τά περισσότερα γνωστικά συστήματα ἐξ ἄλλου ἀντιμετώπιζαν τό κακό στήν ὕλη διά τῆς μαγείας.

2. Οἱ Αἰῶνες. Ἐκτός τῶν δύο αὐτῶν θεῶν, ὑπάρχει στούς Γνωστικούς μιά σειρά κατωτέρων θεῶν, οἱ αἰῶνες, πού προῆλθαν ἀπό τόν θεό. Κατά τά περισσότερα γνωστικα΄συστήματα αὐτοί προῆλθαν δι’ ἀπορροῆς, ἀπέρρευσαν δηλαδή ἀπό τόν θεό· ἄλλα συστήματα δέχονται τή γέννηση, ἐνῶ ἄλλα τή δημιουργία τῶν αἰώνων. Πολλά γνωστικά συστήματα δέχονται πλῆθος αἰώνων, πού λέγονται καί ἄρχοντες ἤ ἄγγελοι. Σέ πολλούς Γνωστικούς αἰῶνες εἶναι οἱ ἑπτά πλανῆτες, τά δώδεκα ζώδια, ἤ προσωπικότητες τῆς Π. Διαθήκης, ὅπως ὁ Σήθ καί ὁ Κάϊν, ἐνῶ οἱ ἄλλες εἶναι προσωποποιημένες φιλοσοφικές ἔννοιες, ὅπως Σοφία, Νοῦς, Λόγο κ.λ.π.

3. Ἡ Ἠθική. Ἡ ἰδέα περί τῆς ὕλης ὡς φορέως τοῦ κακοῦ ἐπίδρασε στήν ἠθική διδασκαλία τῶν Γνωστικῶν, δημιουργώντας δύο ἀπόψεις. Ἡ πρώτη καί μάλλον ἀρχαιότερη, εἶναι ἡ πεποίθηση ὅτι, ἐφ’ ὅσον ἡ ὕλη εἶναι κακή, πρέπει νά τήν καταπολεμοῦμε φθείροντάς τήν: «παραχρήσασθαι τῇ σαρκί» ἦταν τό σύνθημα τῶν Νικολαϊτῶν (Κλήμ. Ἀλεξ. Στρωμ. 3,4), πού τό ἐννοοῦσαν ὡς ἐπίδοση στίς παντοῖες καταχρήσεις καί στήν ἀκολασία. Οἱ Ἀντιτάκτες ἀσκοῦσαν τήν ἀκολασία ὡς ἀντίδραση στήν ἐντολή τοῦ κακοῦ θεοῦ δημιουργοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «ἐπεί οὖν οὗτος ‘‘οὐ μοιχεύσεις’’ εἴρηκεν, ἡμεῖς μοιχεύσωμεν ἐπί καταλύσῃ τῆς ἐντολῆς αὐτοῦ» (Κλήμης Ἀλεξ., ὅ.π.). Πολλές φορές οἱ τελετουργίες τους περιλάμβαναν καί σεξουαλικές πράξεις.

Ἡ δεύτερη ἄποψη περί ἠθικῆς, πού ἀκολουθοῦσε ἄλλη ὁμάδα γνωστικῶν συστημάτων, εἶναι ἡ τῆς αὐστηρῆς ἐγκράτειας, μέ σκοπό τήν ἀπονέκρωφση τῆς ὕλης ὡς φορέως τοῦ κακοῦ. Ὁ Μαρκίων, καί οἱ ὁπαδοόι του Μαρκιωνῖτες ἀπαγόρευαν τόν γάμο καί ἀπό τούς ἔγγαμους ἀπαιτοῦσαν τό διαζύγιο ἀπό τόν ἤ τήν σύζυγό τους. Πιό ἐπιεικεῖς οἱ Μανιχαῖοι, ἀπέφευγαν τήν τεκνογονία, γιά νά μή διαιωνίζεται ἡ φυλάκιση τῶν ψυχῶν στά σώματα καί συνεπῶς ἡ ὑποδούλωσή τους στήν ὕλη. Ἄλλες ὁμάδες ἀσκοῦσαν αὐστηρότατες νηστεῖες καί ἀποχή ἀπό ὁρισμένες τροφές. Ἡ ἐγκράτεια τῶν Γνωστικῶν ἐντάσσεται στό εὐρύτερο σύστημα τῆς αἵρεσης τῶν Ἐγκρατιτῶν. Δέν ἦτνα ὅλοι οἱ Ἐγκρατῖτες Γνωστικοί, αὐτός ὅμως πού διαμόρφωσε τήν αἵρεση συστηματοποιώντας τίς ὑπάρχουσες ἐγκρατιτικές τάσεις τῆς ἐποχῆς ἦταν ὁ Γνωστικός Τατιανός, ἐνῶ διαπρεπής Ἐγκρατίτης Γνωστικός ἦταν, ἐκτός τοῦ Μαρκίωνος πού ἀναφέραμε παραπάνω, ὁ Σατουρνῖνος.

4. Ἡ σωτηρία. Ἕνας ἀπό τούς πρώτους καί κυριότερους αἰῶνες εἶναι ὁ σωτήρας, πού ἦρθε στόν κόσμο γιά νά τήν σώσει διά τῆς ἀποκαλύψεις τῆς Γνώσεως. Αὐτός ἐνσαρκώθηκε σέ ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο, τό ὁποῖο σέ ὅλα σχεδόν τά γνωστικά συστήματα ταυτίζεται μέ τόν Ἰησοῦ, ὅπως στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα. Σέ ἄλλα συστήματα ὁ σωτήρας μετενσαρκώθηκε προηγουμένως διαδοχικά σέ ἄλλους ἀνθρώπους, ὅπως στόν Ἀδάμ, στόν Μωϋσῆ καί στόν Ἡρακλῆ. Ὁ σωτῆρας αὐτός κατά μερικά συστήματα ἐμφανίστηκε «κατά δόκησιν», δηλαδή φαινομενικά, και οἱ ἄνθρωποι νόμιζαν ὅτι τόν ἔβλεπαν. Αὐτοί οἱ γνωστικοί ὀνομάστηκαν Δοκῆτες.

Σέ μερικά συστήματα γνωστικῶν ἡ μορφή τοῦ σωτῆρος ἀντικαθίσταται ἀπό τόν ὄφιν, ὁ ὁποῖος ἀπεκάλυψε στούς πρωτοπλάστους τή γνώση, ὅτι ἄν φάγουν ἀπό τό δένδρο τῆς γνώσεως θά γίνουν « ὡς θεοί». Αὐτοί οἱ Γνωστικοί εἶναι οἱ Ὀφῖτες.

Οἱ Γνωστικοί κατέτασσαν τούς ἀνθρώπους σέ δύο ἤ τρεῖς ὁμάδες, ἀνάλογα μέ τήν πρόσληψη τῆς Γνώσεως, ἀπό τήν ὁποία ἐξηρτᾶτο ἡ σωτηρία τους. Στά συστήματα μέ τρεῖς κατηγορίες, οἱ πνευματικοί μετέβαιναν στούς οὐρανούς καί ἑνώνονταν μέ τόν θεό. Κατά τίς ὁμάδες τῶν ἐπιδιδομένων στήν ἀκολασία, αὐτοί γίνονταν νύμφες τῶν ἀγγέλων. Ἡ σωτηρία τῶν ψυχικῶν ἦταν ἥσονος σημασίας. Οἱ χοϊκοί ὡς ὐλικοί κατεκαίοντο μαζί μέ τήν ὕλη. Στά συστήματα μέ δύο κατηγορίες, οἱ ψυχικοί ταυτίζονταν μέ τούς πνευματικούς.

Ἀπό ποῦ ἀντλοῦμε τίς πληροφορίες μας γιά τόν Γνωστικισμό;

Πρῶτα πρῶτα ἀπό τούς συγχρόνους ἀντιαιρετικούς συγγραφεῖς, χριστιανούς ὅπως εἶναι κυρίως ὁ Εἰρηναῖος Λουγδούνου (πρόκειται γιά τήν σημερινή Λυών) καί ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου, ἀλλά καί ἐθνικούς, ὅπως Πορφύριος. Ἔπειτα, ἀπό γνωστικά κείμενα. Τέτοια κείμενα, πρό τῆς μεγάλης ἀνακαλύψεως τοῦ 1946 στό Nag Hammadi τῆς ἄνω Αἰγύπτου, ἦταν ἐλάχιστα: Μία Ἐπιστολή Πτολεμαίου πρός Φλώραν, τρεῖς κώδικες γραμμένοι στή σαϊδική διάλεκτο τῆς κοπτικῆς γλώσσας καί δύο ἀποσπάσματα. Ἡ ἐπιστολή δέν ἔχει πληροφοριακή ἀξία. Οἱ κώδικες περιέχουν τό βιβλίο Πίστις Σοφία τοῦ 3ου αἰῶνα, δύο βιβλια τοῦ Jen ἀπό τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 3ου αἰώνα, ἕνα ἀνώνυμο ἔργο σύγχρονο πιθανῶς τοῦ προηγουμένου, ἀποσπάσματα τοῦ Εὐαγγελίου κατά Μαριάμ (ἐννοεῖ τήν Μαρία Μαγδαληνή), Ἀπόκρυφο Ἰωάννου καί Σοφία Ἰησοῦ. Τά δέ ἀποσπάσματα εἶναι: ἕνας πάπυρος τοῦ 3ου αἰῶνα μέ ἀποσπάσματα τοῦ κατά Μαριάμ Εὐαγγελίου στήν ἑλληνική γλώσσα. Τά γνωστικά κείμενα, ὅπως εἶναι φυσικό, πρόσφεραν λιγότερες πληροφορίες ἀπό ὅτι οἱ ἀντιαιρετικοί συγγραφεῖς. Ἐπειδή δέ οἱ τελευταῖοι, ὅπως εἶναι φυσικό, χρησιμοποιοῦσαν ἐπιθετικό συνήθως ὕφος λόγῳ τοῦ ἀντιρρητικοῦ χαρακτῆρα τῶν συγγραφῶν τους, προκαλοῦσαν κάποια δυσπιστία στούς ἑρευνητές, ὡς πρός τήν ὀρθότητα καί ἀκρίβεια τῶν πληροφοριῶν τους, μερικοί μάλιστα παρουσίαζαν μιά ἰδανική εἰκόνα τους. Μετά ὅμως τήν ἀνακάλυψη τοῦ Nag Hammadi, μέ τήν ὁποία κατεδείσθη ἀπό τά εὑρεθέντα συγγράμματα πόσο ἐπικίνδυνοι ἦταν γιά τήν Ἐκκλησία, οἱ ὅροι ἀντεστράφησαν, καί τώρα πλέον οἱ ἐπιστήμονες κατανοοῦν, πόσο εἶχαν ἀδικηθεῖ οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ ἀντιαιρετικοί συγγραφεῖς. Ἡ μελέτη τῶν γνωστικῶν κειμένων, ὄχι μόνο τούς δικαιώνει ὡς πρός τή γνώμη τους γιά τούς Γνωστικούς, ἀλλά, πολύ περισσότερο, ἀποδεικνύει, ὅτι αὐτοί ἦταν πολύ χαλεπότεροι αἱρετικοί, ἀπό ὅσο μποροῦμε νά συλλάβουμε ἀπό τίς πληροφορίες τῶν ἀντιαιρετικῶν συγγραφεών. Ὅπως ἔγραφε ἕνας ἀπό τούς κυριότερους μελετητές τῶν χειρογράφων τοῦ Nag Hammadi, ὁ G. Quispel, «ἀπό τῆς πλευρᾶς τῆς διανοητικῆς ὑγείας καί ὀρθοφροσύνης, ὄχι σπάνια αὐτοί (οἱ Γνωστικοί), ὑπῆρξαν ἐπικινδυνότατα ὑποκείμενα καί αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό οὐσιῶδες σ’ αὐτούς».

Οἱ γνώσεις μας λοιπόν γιά τούς Γνωστικούς πολλαπλασιάστηκαν ἀφάνταστα μέ τήν ἀνακάλυψη τῶν χιερογραφων τοῦ Nag Hammadi τό 1946. Τό Nag Hammadi, στήν Ἄνω Αἴγυπτο, 50 χιλιόμετρα βορείως τοῦ Luxor, βρίσκεται στή θέση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς πόλεως τοῦ Χηνοβοσκίου. ἡ πόλη αὐτή θεωρεῖται ἡ γενέτειρα τοῦ μοναχισμοῦ, γιατί σ’ αὐτήν κοντά ἵδρυσε τά πρῶτα μοναστήρια τό 314 μ. Χ. ὁ ἅγιος Παχώμιος. Λίγο ἀργότερα, ἡ περιοχή κατακλύστηκε ἀπό μοναστικά κοινόβια, ἡ ὕπαρξη τῶν ὁποίων ἀνάγκασε τούς Γνωστικούς πού κυριαρχοῦσαν προηγουμένως νά ἀναχωρήσουν. Προηγουμένως ὅμως, ἐνταφιάσαν τά ἱερά τους βιβλία στίς γύρω σπηλιές, ὅπου παρέμειναν φυλασσόμενα ἀπό τή φθορά τοῦ χρόνου, τούς ἱερόσυλους καί τούς ἀρχαιοκάπηλους, ὡς τό 1946, ὁπότε βρέθηκαν τυχαῖα ἀπό τούς φελλάχους τῆς περιοχῆς. Μέ μυθιστορηματικο τρόπο ἔφθασαν στά χέρια τῶν ἐρευνητῶν, οἱ ὁποῖοι ἔκπληκτοι διεπίστωσαν, ὅτι εἶχαν πλέον στή διάθεσή τους 48 κείμενα τῶν Γνωστικῶν, ἀπό τά ὁποῖα μποροῦσαν νά ἀντλήσουν ἀπ’ εὐθείας πληροφορίες γι’ αὐτή τήν περιώνυμη κίνηση, πού ἀπείλησε τόν Χριστιανισμό ἴσως περισσότερο καί ἀπό τούς διωγμούς. Ἡ ἀνακάλυψη αὐτή, καθώς καί ἡ ἄλλη τῶν χειρογράφων τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, πού ἔγινε σχεδόν ταυτόχρονα, θεωροῦνται οἱ μεγαλυτερες ἀνακαλύψεις τοῦ 20ου αἰῶνα στόν τομέα τῶν πνευματικῶν ἐπιστημῶν. Οἱ πάπυροι τοῦ Nag Hammadi, θησαυρός κρυμμένος ἐπί αἰῶνες, μᾶς φέρνουν κατ’ εὐθείαν στίς πηγές τοῦ Γνωστικισμοῦ καί λύνουν πλῆθος προβλημάτων σχετικῶν μέ τή Γνώση. Τέλος, τά βιβλια, πού γνωρίζαμε ὅτι ὑπῆρχαν ἀπό τίς μαρτυρίες ἄλλων συγγραφέων, τώρα ἔφθασαν αὐτούσια σέ μᾶς, σχεδόν στό σύνολό τους.

Ἀπό τό περιεχόμενό τους φαίνεται, ὅτι οἱ Γνωστικοί τοῦ Χηνοβοσκίου ἦταν Σηθιανοί, θεωροῦντες δηλαδή ὡς προπάτορά τους τόν Σήθ, υἱό τοῦ Ἀδάμ. Πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι οἱ Σηθιανοί εἶχαν ἐλάχιστες διαφορές ἀπό ἄλλους Γνωστικούς, ὅπως οἱ Ναασσηνοί, οἱ Ἀρχοντικοί, οἱ Όφέτες, οἱ Βαρβηλιῶτες ἤ Βαρβελῖτες κ. ἄ. Ἕνας κώδικας ἀνήκει στούς Βαλεντινιανούς. Δεδομένων τῶν μικρῶν διαφορῶν τῶν Γνωστικῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μεταξύ τους, μποροῦμε νά θεωρήσουμε, ὅτι διά τῶν συγγραμμάτων αὐτῶν γνωρίζουμε τούς Γνωστικούς, μέ ὅποιο ὄνομα καί ἄν ἐμφανίζονται στήν ἱστορία.

Τά 48 εὑρεθέντα συγγράμματα περιέχονται σέ 13 κώδικες ἀπό πάπυρο, βιβλιοδετημένους καί πολύ καλά διατηρημένους. Σέ δύο ἀπό αὐτούς ἡ βιβλιοδεσία ἔχει καταστραφεῖ.

Ἡ γλώσσα τῶν κωδίκων εἶναι ἡ κοπτική. Οἱ δέκα χρησιμοποιοῦν τήν σαϊδική διάλεκτο, ἑνας κώδικας χρησιμοποιεῖ μιά νέα διάλεκτο, ἕνας ἄλλος τήν σαϊδική καί τή νέα διάλεκτο, καί ἕνας τρίτος τήν κάτω ἀχμιμική, πού ὁμιλεῖτο στό Χηνοβόσκιο.

Οἱ κώδικες ἔχουν γραφεῖ τόν 4ο αἰῶνα, τά περισσότερα ὅμως συγγράμματα πού περιέχουν ἔχουν γραφεῖ παλαιότερα, ἀναγόμενα ὡς τά μέσα ἤ τίς ἀρχές τοῦ 2ου αἰῶνα μ. Χ. Αὐτό σημαίνει, ὅτι εἶναι παλαιότερα τῶν ὀλίγων γνωστῶν μέχρι τότε.

* * *

Ὁ Χριστιανισμός, διέβλεψε τόν κίνδυνο ἀπό τή διάδοση τῶν διδασκαλιῶν τοῦ Γνωστικισμοῦ, ἦρθε ἀπό τήν ἀρχή ἀντιμέτωπός του, ἀγωνιζόμενος μέ ὅλες τίς δυνάμεις του νά ἀνακόψει τήν πλημμύρα καί νά διατηρήσει ἀνόθευτη τήν ἀποστολική παράδοση. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι ἀντιμετώπισαν σθεναρά κάθε ἀπόπειρα διευσδύσεως τῶν γνωστικῶν ἰδεῶν μέ ὁποιαδήποτε μορφή στήν Ἐκκλησία, ἀντικρούοντας καί καταπολεμώντας τες, τόσο προφορικά, ὅπως ὁ Πέτρος τόν θρωρούμενο ἐκ τῶν εἰσηγητῶν τοῦ Γνωστικισμοῦ Σίμωνα τόν Μάγο, ὅσο καί γραπτά, ὅπως βλεπουμε στά συγγράμματα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὄντως, πολλά σημεῖα τῆς Καινῆς Διαθήκηες εἶναι μάρτυρες τοῦ ἀγῶνα αὐτοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῆς «ψευδωνύμου Γνώσεως», κατά τήν ἔκφραση τῆς Α’ πρός Τιμόθεον ἐπιστολῆς (6, 20). Ἀλλοῦ, ὁ ἀγῶνας εἶναι κατά μέτωπον, ἀλλοῦ πλαγίως, ἐνῶ ἀλλοῦ βλέπουμε τά τρόπαια τοῦ ἀγῶνα, δηλαδή λέξεις ἤ ἰδέες τῶν Γνωστικῶν, τίς ὁποῖες οἱ συγγραφεῖς ἐσκύλευσαν ἀπό αὐτούς καί τώρα τίς χρησιμοποιοῦν μέ τελείως διαφορετική, χριστιανική πλέον, ἔννοια.

* * *

Ὁ Γνωστικισμός, ἀφοῦ καταταλαιπώρησε τήν Ἐκκλησία καί συντάραξε τά θεμέλια τῆς κοινωνίας γιά μερικούς αἰῶνες, ἄρχισε σταδιακά νά ὑποχωρεῖ , ἤδη μετά τόν 4ο αἰῶνα μ. Χ. Ἄφησε ὅμως κατάλοιπα, τόσο σέ χριστιανικές αἱρέσεις, ὅσο καί ἐκτός τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μικρή ἐπίδραση ἄσκησε ὁ Γνωστικισμός στήν αἵρεση τῶν Μεσσαλιανῶν ἤ Μασσαλιανῶν τοῦ 4ου αἰώνα. Μεγαλύτερη ἐπίδραση βλέπουμε στούς Παυλικιανούς τοῦ 7ου αἰώνα, καί ἀκόμη μεγαλύτερη στούς Βογομίλους τοῦ 10ου αἰώνα, ἡ διδασκαλία τῶν ὁποίων εἶναι ἕνα μείγμα Χριστιανισμοῦ, Παυλικιανισμοῦ, Μεσσαλιανισμοῦ καί Δοκητισμοῦ. Τόν 11ο αἰώνα ὁ Βογομιλισμός, πού εἶχε ἀρχικά ἐμφανισθεῖ στή Βουλγαρία, διεδόθη καί στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου εἶχε ἐπιτυχία μεταξύ τῶν γυναικῶν καί στούς ἀριστοκρατικούς κύκλους. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Κομνηνός ἐξεδίωξε τούς Βογομίλους ἀπό τό Βυζάντιο τό 1110 μ. Χ., αὐτοί δέ μετέβησαν στή Δύση, ὅπου φαίνεται ὅτι ἐπέδρασαν στή διδασκαλία τῶν Καθαρῶν (12ος – 13ος αἰώνας), ἡ ὁποία πάντως ἔχει σαφῶς γνωστικά στοιχεῖα. Οἱ Βογόμιλοι τῆς Βουλγαρίας μετά τόν 14ο αἰώνα ἄρχισαν νά παρακμάζουν, φαίνεται δέ ὅτι μετά τήν τουρκική κατοχή ἐξισλαμίστηκαν. Συγχρόνως ὅμως κατόρθωσαν τήν ἴδια ἐποχή, τόν 14ο αἰώνα, νά διαδόσουν τίς ἰδέες τους στή Θεσσαλονίκη καί δι’ αὐτῆς στό Ἅγιον Ὄρος. Στήν Κωνσταντινούπολη ἀναφέρονται για τελευταία φορά στίς ἀρχές τοῦ 15ου αἰώνα. Στή Βοσνία ἐμφανίζεται ἡ αἵρεση τῶν Παταρίγων.

Κατάλοιπα τοῦ Γνωστικισμοῦ πολλά συναντοῦμε στήν ψευδοϊσλαμική αἵρεση τῶν Δρούσων, λαοῦ 180.000 περίπου ἀνθρώπων, πού κατοικοῦν στόν Λίβανο καί στήν περιοχή τῆς Δαμασκοῦ. Ἡ αἵρεση, πού ἐμφανίστηκε τόν 11ο αἰώνα, εἶναι ἕνα συνοθύλευμα Ἰουδαϊσμοῦ, Χριστιανισμοῦ καί Ἰσλαμισμοῦ, μέ ἄφθονα γνωστικά στοιχεῖα . Δέν εἶναι ἀπίθανο, οἱ Δροῦσοι νά εἶναι ἀπόγονοι τῶν παλαιῶν Γνωστικῶν. Ἐπίσης, κατάλοιπα τοῦ Γνωστικισμοῦ βλέπουμε στήν ἰουδαϊκή Καββάλα, καθώς καί στήν παραχριστιανική θρησκεία τῆς Χριστιανικῆς Ἐπιστήμης» ( Christian Seience ). Ἐπίσης, στίς θεοσοφικές κινήσεις, στόν τεκτονισμό καί ἰδίως στίς νεαρότερες παραθρησκεῖες τῶν Νεογνωστικῶν, οἱ ὁποῖες συνειδητά ἐπιχειροῦν νά ἀναστήσουν τό νεκρό σῶμα τοῦ τεθνεῶτος Γνωστικισμοῦ, τοῦ τόσο ἐπικίνδυνου αὐτοῦ ἐχθροῦ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ὀρθοῦ Λόγου καί τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας.

* * *

Φυσικά, αὐτά ὅλα δέν τό γνώριζαν, ὅσοι σκανδαλίστηκαν, θορυβήθηκαν ἤ θεώρησαν ἐπιχαίροντες ὅτι ἡ ἀνακάλυψη ἑνός ἀκόμη κειμένου τῶν Γνωστικῶν θά ἔφερνε «ἀνατροπή» στήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἤ θά τήν ἐκανε νά κλυδωνισθεῖ. Ἡ Ἐκκλησία ἐπεβίωσε καί ἡ διδασκαλία της δέν «ἀνετράπη» ὅταν ἀκόμη ὁ Γνωστικισμός ἦταν ζωντανός, ἐπιθετικός, σκληρός. Τώρα, πού ἀνεκαλύφθη ἕνα γραπτό μνημεῖο ἑνός νεκροῦ κινήματος, εἶναι φυσικά τουλάχιστον ἀστεῖο νά συζητοῦμε κἄν ὅτι μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά πληγεῖ. Στήν τιτάνια ἀντιπαράθεσή της στό παρελθόν μέ τό ἀπεχθές πρόσωπο τῆς ψευδωνύμου Γνώσεως ἡ Ἐκκλησία θριάμβευσε. Τό εἶχε πεῖ ἄλλωστε ὁ Ἱδρυτής της: «Πῦλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».

Γ.Α. ΓΑΛΙΤΗΣ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ

Βλέπε τον Ισότοπο

ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΜΕΡΟΣ Α'

ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΜΕΡΟΣ Β'

bottom of page