
Η αγία Ορθόδοξος Εκκλησία μας πάντοτε ετίμησε τον αγώνα αγίων μορφών, Ομολογητών της Ορθοδοξίας κατά της ποικίλης αιρέσεως. Ο αγώνας αυτός καταλαμβάνει το πλείστον μέρος της εκκλησιαστικής ιστορίας και ουσιαστικώς υπήρξε ο κυριώτερος, ή μάλλον ο μόνος, παράγων διαμορφώσεως και εξελίξεως της λεκτικής διατυπώσεως των εκκλησιαστικών δογμάτων. Όμως, τί σημαίνει «αίρεση»; Γιατί η Εκκλησία πολεμεί τις αιρέσεις (και όχι βεβαίως τους αιρετικούς); Έως ποίου σημείου είναι ανεκτή η αίρεση; Σώζονται όσοι ακολουθούν τις αιρέσεις;
Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μερικές αφορμές ωφελίμου προβληματισμού πάνω στα θέματα αυτά.
Εισαγωγή
1. Τι είναι αίρεση
2. Δαιμονική προέλευση της αιρέσεως
3. Οι αιρετικοί κατηγορούν ακόμη και τους Αγίους
4. Αίρεση ίσως να είναι και η αλλαγή ενός «ιώτα» των εκκλησιαστικών δογμάτων
(● ιστορικά παραδείγματα, ● διδασκαλία των Αγίων Πατέρων)
5. Σωτηριολογικές επιπτώσεις της αιρέσεως
Α. Τα μυστήρια των αιρετικών, καθ΄ ότι άκυρα είναι αχαρίτωτα
● Οι αιρετικοί δεν έχουν «αποστολική διαδοχή».
● Το βάπτισμα των αιρετικών είναι «καθ’ εαυτό» άκυρο και χωρίς καμμία «διαδοχή»
● Η αίρεση (και όχι ο αντι-αιρετικός αγώνας) δημιουργεί σχίσμα και εξάγει από την κοινωνία με το Σώμα Χριστού
Β. Οι αιρέσεις αλλοιώνουν το ορθόν σέβας στη ζωή των πιστών
(Αρειανισμός, Νεστοριανισμός, Μονοφυσιτισμός, Εικονομαχία, λατινικός αντιη-συχασμός)
6. Οι αιρέσεις ποτέ δεν θα εκλείψουν έως της Β΄ Παρουσίας
● Σύνοψη
● ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Εισαγωγή
Στη σημερινή εποχή, η λέξη «αίρεση» έχει εξοβελισθεί από το λεξιλόγιο των αθρώπων, ακόμη και των περισσοτέρων πιστών, και έχει περιορισθεί, χρωματισμένη μάλιστα και με κάποια ειρωνεία, στο χαρακτηρισμό φιλοσοφικών και ιδεολογικών ρευμάτων που παρεκκλίνουν από κάποια γνωστή «κύρια» (‘mainstream”) κατεύθυνση.
Υπό την επίδραση της προπαγάνδας της Νέας Εποχής του Αντιχρίστου, η οποία διδάσκει να αγαπάμε όχι τόσο τον ίδιο τον πλησίον μας, όσο τις οποιεσδήποτε πεπλανημένες πεποιθήσεις και ιδέες του, ο χαρακτηρισμός της «αιρέσεως» ακούεται στα ώτα πολλών, ως δήθεν φορτισμένος υπέρμετρα με άδικους αρνητικούς συνειρμούς και παραπέμπει δήθεν στο σκοτεινό μεσαίωνα και την «ιερά εξέταση». Όμως τα πράγματα δεν έχουν έτσι και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπου η «αίρεση» είναι κίνδυνος που άπτεται καίρια της ιδίας της αιωνίου σωτηρίας μας και όχι κάποια απλώς φιλοσοφική απόκλιση από μια «γραμμή» μιας εξουσίας.
Το θέμα της αιρέσεως είναι απέραντο, τόσο στην Πατερική Γραμματεία, όσο και στη σύγχρονη ακαδημαϊκή θεολογία. Θα αρκεσθούμε σε μερικά σημεία, επιφυλασσόμενοι για περισσότερες διευκρινίσεις στο μέλλον.
1. Τί είναι αίρεση
Σύμφωνα με ένα σύγχρονο ορισμό, ως αίρεση χαρακτηρίζεται «κάθε πεπλανημένη διδασκαλία η οποία παρεκκλίνει από τη γνήσια χριστιανική πίστη, ταυτόχρονα δε και κάθε ιδιαίτερη χριστιανική κοινότητα η οποία διαφωνεί προς τη δογματική διδασκαλία της αληθούς Εκκλησίας και έχει αποκοπεί από την κοινωνία και ενότητα με αυτήν» 1.
Ο Μέγας Βασίλειος λέγει εν προκειμένω «Οι παλαιοί ονόμασαν αιρέσεις μεν τους παντελώς αποσπασμένους και κατά την ίδια την Πίστη αποξενωμένους· σχίσματα δε αυτούς που διαφοροποιήθηκαν για κάποιες εκκλησιαστικές αιτίες και μεταξύ τους ζητήματα, θεραπεύσιμα» 2.
Αξιοσημείωτη είναι και η εξής διάκριση: «Για να στοιχειοθετηθεί [κατά τους ι. Κανόνες] το αδίκημα της αιρέσεως, απαιτείται η άρνηση ή διαστροφή των κανόνων, ήτοι 1) να εκδηλωθεί εξωτερικώς, είτε εγγράφως (δια συγγράμματος κ.λπ.), είτε προφορικώς (δια κηρύγματος κ.λπ.), είτε εμπράκτως (δια παραλείψεως ή προσθήκης φράσεων ή συμβολικών κινήσεων στο τελετουργικόν της Θ. Λειτουργίας κ.λπ.), 2) να γίνει από σκοπού και εκ προθέσεως, διότι εκ παραδρομής ή εκ συγγνωστής πλάνης δεν διαπράττεται αίρεση και 3) να επιμείνει στην πλάνη του ο δράστης, διότι δεν θεωρείται αιρετικός εκείνος ο οποίος πρεσβεύει μεν πεπλανημένως, αλλά όταν νουθετείται ανακαλεί και απαρνείται τις κακοδοξίες του. Καθ΄ όσον το πλανάσθαι είναι ανθρώπινο, αλλά το εμμένειν στην πλάνη και το μη απορρίπτειν αυτήν μετά από υπόδειξη που γίνεται, είναι εφάμαρτο και δαιμονικό, επειδή εμφαίνει υπεροψία και ύβρη κατά του Αγίου Πνεύματος» 3.
Πάντως, η αίρεση δεν κρίνεται βάσει κάποιας απλής αποκλίσεως στη φρασεολογία και την ορολογία, αλλά από την παρερμηνεία των αληθειών, την οποίαν παρερμηνεία εξυπηρετεί η συγκεκριμένη απόκλιση στην ορολογία· λέγει λόγου χάριν ο Μέγας Βασίλειος καταπολεμώντας την του αιρεσιάρχου Σαβελλίου ταύτιση των υποστάσεων του Πατρός και του Υιού, μέσω της απάλειψης του συνδέσμου «και» από μερικά χωρία της Αγίας Γραφής «... τώρα όμως λόγος από αυτούς δεν γίνεται περί συλλαβών, ούτε για το πως ηχεί, έτσι ή αλλιώς, η έκφραση, αλλά για πράγματα τα οποία έχουν μέγιστη διαφορά σε δύναμη και αλήθεια. Λόγω των οποίων, ενώ η χρήση των συλλαβών είναι αδιάφορη, αυτοί [οι αιρετικοί] προσπαθούν άλλες μεν να εισαγάγουν και άλλες να αποδιώξουν από την Εκκλησία. Εγώ δε, αν και από το πρώτο άκουσμα είναι φανερή η χρησιμότητα, ωστόσο θα παράσχω και την αιτία για την οποίαν οι Πατέρες μας, δεν συμπαρέλαβαν χωρίς λόγο την χρήση της προθέσεως αυτής» 4.
Η αίρεση είναι από τις μεγαλύτερες αμαρτίες. Καθώς λέγει ο Μέγας Αθανάσιος περί εκείνων που αρχίζουν μιαν αίρεση· «Εχθροί του Θεού είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο οι ακάθαρτοι δαίμονες. Δεύτεροι μετά από εκείνους όσοι πρεσβεύουν την ειδωλολατρία και οι αρχηγοί των αιρέσεων»5. Τούτο φαίνεται και από το αίνιγμα που κλήθηκε να επιλύσει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Κάποιος γνωστικός μου έθεσε ένα δυσχερέστατο πρόβλημα.”Ποια αμαρτία, μου είπε, είναι βαρύτερη απ’ όλες, εξαιρέσει του φόνου και της αρνήσεως;” Και όταν εγώ του απάντησα “το να πέση κανείς σε αίρεσι”, εκείνος με ξαναρώτησε ...» κ.λπ. 6
Πλήν τούτων, μία και μόνη αίρεση μπορεί να δημιουργήσει πολλαπλές άλλες, οι οποίες θα ανατρέψουν ριζηδόν την περί Θεού διδασκαλία της Εκκλησίας, την κατανόηση του κόσμου και του ανθρώπου, και θα οδηγήσουν μετά ταύτα και σε εσφαλμένη πράξη. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αντικρούοντας τον αντι-ησυχαστή αιρεσιάρχη Γρηγόριο Ακίνδυνο φανέρωσε και ανέπτυξε, ότι όσοι αρνούνται τη «θεοπρεπή διάκριση» ουσίας και ενεργείας στο Θεό, περιπίπτουν κατά συνέπεια και σε άλλες πενήντα μέγιστες αιρέσεις7.
Η αίρεση πάντως, είναι ή εισαγωγή μιας νέας διδασκαλίας και πρακτικής, ενός ή περισσοτέρων νεωτερισμών· όπως έχει παρατηρηθεί από τον Καθηγητή Ν. Ματσούκα, «Πολύ ενωρίς η Εκκλησία πήρε την ονομασία “καθολική” που αργότερα έγινε συνώνυμη με τον κατοπινό όρο ορθοδοξία. Πάραλληλα η αίρεση δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η διάβρωση της αλήθειας, ως ζωής και διδασκαλίας, και συνάμα η έκπτωση από την κοινότητα. [...] Όχι μόνον οι αιρετικοί της εποχής εκείνης, μά και οι πολέμιοι ακόμη είχαν αντιληφθεί πόσο απαραίτητο είναι το κριτήριο της αρχέγονης ταυτότητας. Έτσι ο νεωτερισμός δεν μπορεί να έχει σχέση προς την ορθοδοξία. Καθετί το νέο είναι ξένο προς την αλήθεια που μόνο ως αρχέγονη νοείται. [...] Η πρώτη [η ορθοδοξία] διεκδικεί αταλάντευτα την αρχαιότητα, ενώ η δεύτερη [η αίρεση] είναι νεωτεροποιΐα. Έτσι η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, παρ’ όλο ότι την εποχή εκείνη αφομοίωνε κατά τον πιο ρωμαλέο τρόπο προσαρμογής που γνώρισε ποτέ η ιστορία, τη φιλοσοφική ορολογία του περιβάλλοντος, στη συνείδηση της Εκκλησίας γενικά και των ίδιων των θεολόγων παρέμενε παλιά, αρχέγονη, παραδοσιακή. [...] Τούτη η αναδρομή προς το παρελθόν από το ένα μέρος δεν ήταν διόλου οπισθοδρόμηση, και από το άλλο γινόταν η μοναδική σωστή μέθοδος για να ελέγχεται το περιεχόμενο κάθε διδασκαλίας. [...] Η ορθόδοξη άποψη είναι σαφής και ανυποχώρητη. Εμμένει στην αρχαιότητα της διδασκαλίας. Αυτή και μόνο είναι το κριτήριο της γνησιότητας και αυθεντικότητας» 8.
Πρέπει να ενθυμούμαστε και δύο ακόμη σημαντικές παραμέτρους:
(α) Η αίρεση αχίζει συνήθως με μορφή χονδροειδή και προϊόντος του χρόνου απολεπτύνεται. Οι μεταγενέστερες μορφές κάθε αιρέσεως ευρίσκονται συνήθως πλησιέστερα προς την Ορθοδοξία, αλλά για το λόγο αυτό είναι και πλέον επικίνδυνες, εφ’ όσον δεν διακρίνονται εύκολα απ΄ αυτήν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα επί τούτου είναι (1) ο ημι-αρειανισμός των «ομοιουσιανών» (οπαδών του δόγματος του «ομοιουσίου»), που φαίνεται να πλησιάζει το «ομοούσιον» των Ορθοδόξων, αλλ΄ όμως συνιστά αίρεση (βλ. παρακάτω) και (2) ο μετριοπαθής μονοφυσιτισμός του Σεβήρου Αντιοχείας, ο οποίος λόγω πολύ λεπτής διαφοράς στις χριστολογικές διατυπώσεις είναι περισσότερο δυσδιάκριτος από τον πρώιμο μονοφυσιτισμό του Αρχιμανδρίτου Ευτυχούς9.
(β) Είναι σύνηθες στην πατερική αντι-αιρετική γραμματεία να αναζητούν-ται και να στηλιτεύονται οι προεκτάσεις των αιρετικών δογματικών διατυπώσεων10.
Σημειωτέον δε, ότι κανονικώς οι αιρετικοί, ακόμη και οι Παπικοί ή οι Προτεστάντες, δεν καλούνται Χριστιανοί, κατά την Παράδοση της Εκκλησίας· χαρακτηριστικώς λέγει μεταξύ άλλων αρχαίων θεολόγων ο Τερτυλλιανός, «Όσοι είναι αιρετικοί, Χριστιανοί δεν δύνανται να είναι» 11.
Η αίρεση, όπως θα δούμε και παρακάτω, αποξενώνοντας τους οπαδούς της από τη Μυστική Άμπελο, τον Χριστό, και την προς Αυτόν Κοινωνία δια των Μυστηρίων, όπως και από την ορθή διδασκαλία, καθιστά τον άνθρωπο ξένο προς την Αγία Τριάδα. Σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, η αίρεση, όπως και η διάπραξη των έργων της αμαρτίας καθιστά ή αποδεικνύει τον άνθρωπο ουσιαστικώς άπιστο: «Όποιος δεν πιστεύει, όπως πιστεύει ή Παράδοσις της Καθολικής [Ορθοδόξου] Εκκλησίας ή κοινωνεί με τον διάβολο δια μέσου των παρανόμων έργων, είναι άπιστος». Η αλλιώς, στο πρωτότυπο: «Ο γαρ μη κατά την παράδοσιν της Καθολικής Εκκλησίας πιστεύων ή κοινωνών δια των ατόπων έργων τω διαβόλω άπιστός εστιν»12.
Περί της αιρέσεως ως διαβρώσεως της ζωής και διδασκαλίας και ως εκπτώσεως (αποκοπής) από την εκκλησιαστική κοινότητα, γράφουμε παρακάτω.
2. Δαιμονική προέλευση της αιρέσεως
Είναι βασική η διδασκαλία της Εκκλησίας, περί του ότι ο φαύλος βίος γεννά φαύλα δόγματα· ο άγιος Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το αποστολικό λόγιο: «Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος· μωρία γαρ αυτώ εστι» [Α΄ Κορ. 2, 14] λέγει: «Και σε πολλά άλλα σημεία λέγει, ότι αιτία για τη μη αποδοχή των τελειοτέρων δογμάτων είναι η διαφθορά του βίου» 13. Η αντίληψη αυτή της Εκκλησίας διασώζεται και στην παλαιά ελληνική παροιμία «Ο πίπτων ηθικώς, πίπτει και κατά τας ιδέας».
Περί της δημιουργίας των αιρέσεων ως απ’ ευθείας έργου των δαιμόνων, μας βεβαιώνουν οι Άγιοι Πατέρες· ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει · «Υπάρχουν μερικοί ακάθαρτοι δαίμονες που μόλις αρχίση κάποιος την μελέτη της Αγίας Γραφής του αποκαλύπτουν την ερμηνεία της. Τούτο ιδιαίτερα αγαπούν να το κάνουν σε καρδιές κενοδόξων ανθρώπων και μάλιστα μορφωμένων με την κατά κόσμον παιδεία. Και αποσκοπούν να τους ρίξουν σε αιρέσεις και βλάσφημες ιδέες απατώντας τους σιγά-σιγά. Θα αντιληφθούμε δε καλώς την δαιμονική αυτή θεολογία ή καλύτερα βαττολογία από την ταραχή και την ακατάστατη και άτακτη ευχαρίστησι που δημιουργείται στην ψυχή την ώρα της εξηγήσεως»14.
3. Οι αιρετικοί κατηγορούν ακόμη και τους Αγίους
Από την εμπειρία των αρχαίων Αγίων Πατέρων, γνωρίζουμε ότι η πτώση στην πλάνη πολλών πνευματικών αγωνιστών, διήλθε διαδοχικώς μέσα από την περιφρόνηση προς τους Πνευματικούς Πατέρες κατ’ αρχήν, έπειτα δε πολλάκις έφθασε και στη περιφρόνηση του Θεού.
Το Λαυσαϊκόν, αρχαία συλλογή διηγήσεων περί των Μοναχών, μας διηγείται περί του ασκητού Ήρωνος, ο οποίος έπεσε σε υπερηφάνεια και καταφρονούσε όλους τους Πατέρες, ακόμη και τον Άγιο Μακάριο τον Πρεσβύτερο, καθώς και την Θεία Κοινωνία, κατέληξε δε να ισχυρίζεται ότι δεν χρειάζεται άλλο διδάσκαλο παρά μόνο τον Χριστό15.
Οι αιρετικοί αντιχαλκηδόνιοι μονοφυσίται οπαδοί του Σεβήρου, βλέποντας καθαρώς, ότι η θεολογία των Αγίων Πατέρων που έζησαν προ της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος δεν ευνοούσε τη δική τους πολεμική εναντίον της χαλκηδόνειας θεολογίας, έρριψαν την ευθύνη στους Αγίους Πατέρες, κατηγορώντας τους για υποχώρηση σε πιέσεις· ο Άγιος Εφραίμιος Πατριάρχης Αντιοχείας, σύμφωνα με σχετική μαρτυρία του Μεγάλου Φωτίου, απήντησε ως εξής στους αιρετικούς αντι-χαλκηδονίους· «Όποτε οι οπαδοί του Σεβήρου ελέγχονται από τα λόγια των θεοφόρων Πατέρων μας οι οποίοι διέλαμψαν προ της Συνόδου της Χαλκηδόνος και εκήρυξαν δύο φύσεις [του Χριστού] στην ένωση κατά την υπόσταση του Λόγου, αμέσως στρέφονται σε κατηγορία εναντίον τους [των Πατέρων], βάζοντας ευπρόσωπο -όπως νομίζουν- κάλυμμα στη διαβολή, αλλά διακωμωδώντας τους έτσι, χειρότερα από εκείνους που θα τους εξύβριζαν ως απρόσωπους. Λέγουν, δηλαδή, ότι ομίλησαν περί δύο φύσεων όχι με τη γνώμη τους, ούτε εκουσίως, ούτε ομολογώντας την Πίστη, αλλ΄ αντιτιθέμενοι στην ψευδώνυμη γνώση και κατ’ οικονομίαν και πρόσκαιρα και κάτω από τη βία κάποιας πιέσεως από τους αιρετικούς. Και τί άλλο είναι αυτό από το να χαρακτηρίσει κανείς τους διδασκάλους ως υποκριτές και προδότες της αληθείας, οι οποίοι προτιμούν το ξένο και αιρετικό δόγμα από την πατροπαράδοτη ευσέβεια και οι οποίοι πιο πολύ ελκύσθηκαν προς το βάραθρο εκείνων [των αιρετικών], παρά ανείλκυσαν κάποιους από εκεί; Πώς είναι δυνατόν τέτοιοι άνθρωποι να πούν μαζί με τον Παύλο “Ο λόγος μας προς εσάς δεν έγινε ναί και όχι, αλλά έγινε ναί εν Χριστώ” [Πρβλ. Β΄ Κορ. 1, 18.19], εφ’ όσον αλλάζουν μυριάδες κατευθύνσεις στη ζωή και μιμούνται τις μεταβολές του Ευρίπου; Αλλά τι λέγει πάλι η αίρεση; Ας συγχωρήσουμε τους Πατέρες, διότι ο εκβιασμός επεκράτησε επί της γνώμης τους· σαν να έχη λάβει [η αίρεση] εξουσία να περιγελά και να κατακρίνη όταν θέλη και πάλι να συγχωρή το αμάρτημα· και μόνον που δεν λέγει “Τα χείλη μας είναι στη διάθεσή μας· και ποιος είναι ο Κύριός μας;”[Ψαλμ. 11, 5]. Παρά ταύτα, αν οι Πατέρες επειδή εμάχοντο εναντίον των αιρέσεων, ακόμη κι αν εξέπιπταν από την ευσέβεια, είναι για το λόγο τούτο άξιοι συγγνώμης, πώς δεν απήλαυσαν της ίδιας συμπάθειας εκ μέρους σας οι Πατέρες της Χαλκηδόνος, ακόμη κι αν φάνηκε ότι παραχάραξαν κάτι; Διότι και αυτοί εδογμάτισαν, καθώς εμάχοντο εναντίον δύο αιρέσεων, του Νεστορίου και του Ευτυχούς. Αλλά τόσο τυφλό και κωφό [πράγμα] είναι η ασέβεια σε κάθε περίπτωση και δεν μπορεί να βλέπη και να ακούη ούτε εκείνα που η ίδια προβάλλει»16.
Ίδια υπήρξε και η αντιμετώπιση Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας από δυτικούς σχολαστικούς θεολόγους, όταν κατέστη φανερό, ότι η Πατερική Θεολογία δεν ευνοούσε την αυγουστίνεια και θωμιστική-σχολαστική εκδοχή περί θέας του Θεού, ως θέας της ουσίας του Θεού, διότι για τους Αγίους Πατέρες είναι αδιανόητη κάθε σχέση κτιστού όντος με την ουσία του Θεού· ο Ιησουΐτης Γαβριήλ Βάσκουεθ (1551-1604) απέδωσε εν προκειμένω την κατηγορία της πλάνης περί του θέματος τούτου, αν δηλαδή είναι ακατάληπτη η ουσία του Θεού, όχι μόνον στους Αρμενίους και τους Έλληνες, αλλά και στον Άγιο Ιωάννην τον Χρυσόστομον και άλλους Αγίους Πατέρας, τον Μέγαν Βασίλειον, τον Γρηγόριον Νύσσης, τον Κύριλλον Αλεξανδρείας, Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, τον Θεοδώρητον, και τους δυτικούς Αμβρόσιον, Ιερώνυμον, Πριμάσιον και Ισίδωρον της Σεβίλλης. Περαιτέρω ο Βάσκουεθ έγραψε δικαιώνοντας τον αιρεσιάρχη Ευνόμιο, τον οποίον κατεδίκασε η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, με την πρόθεση να μεταφέρει την ορθολογιστική γνωσιολογία του Ευνομίου στο μυστικιστικό επίπεδο· «Ο Ευνόμιος δεν ήταν τόσον ανόητος, όταν υπεστήριζεν ότι η γνώσις του περί του Θεού ήτο ίση με την γνώσιν του Θεού περί του εαυτού του» 17.
Είναι σαφές, ότι οι αιρετικοί, εφ’ όσον παρερμηνεύουν την ίδια την Αγία Γραφή, βάσει της οποίας ελέγχονται οι πλάνες τους, πολύ περισσότερο δεν θα φεισθούν ούτε και των Αγίων Πατέρων.
4. Αίρεση ίσως να είναι και η αλλαγή ενός «ιώτα» των εκκλησιαστικών δογμάτων
Η αίρεση, μολονότι επιφέρει συνολικώς εσφαλμένη και επικίνδυνη Τριαδολογία ή Χριστολογία ή Πνευματολογία ή Εκκλησιολογία κ.λπ., και συνεπώς και σωτηριολογία (πώς δηλαδή σώζεται ο άνθρωπος), εν τούτοις είναι ενδεχόμενο να περιλαμβάνεται και συνοψίζεται σε έστω και μία μόνον λέξη.
● Μερικά παραδείγματα εκ της ιστορίας:
Η διαφορά μεταξύ των όρων «ομοούσιος» και «ομοιούσιος» έγκειται φαινομενικώς μόνο σε ένα ιώτα· και όμως, σημασιολογικά είναι άπειρη. Από τα επίθετα αυτά, που αφορούν στον Υιόν και Λόγον του Θεού, χρησιμοποιήθηκαν το μεν πρώτο, «ομοούσιος», από τους Ορθοδόξους στο Σύμβολο Πίστεως των Α’ και Β΄ Οικουμενικών Συνόδων, για να τονίσουν, ότι ο Υιος και Λόγος του Θεού είναι «εκ της ουσίας του Πατρός», δηλαδή μέτεχει στην ίδια με τον Θεό Πατέρα θεία ουσία, συνεπώς είναι τέλειος Θεός, ομότιμος, ομοδύναμος, ομόδοξος κ.λπ. με τον Πατέρα. Ο όρος «ομοιούσιος», τον οποίον παρουσίασε ο αιρετικών φρονημάτων Ευσέβιος Νικομηδείας κατά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και τον οποίον υπεστήριξαν οι μετριοπαθείς αιρετικοί ημι-αρειανοί που έλαβαν και την ονομασία «ομοιουσιανοί», χαρακτηρίζει τον Υιόν και Λόγον του Θεού, ως «ομοίας ουσίας» με τον Θεόν Πατέρα (όχι της ιδίας ουσίας)18, πράγμα που μπορεί να σημαίνει - αν δεν συμπληρωθή με τους επιρρηματικούς προσδιορισμούς «απαραλλάκτως, κατά πάντα» του Μεγάλου Βασιλείου - ότι ο Υιος είναι άλλης ουσίας («ετερούσιος») απ’ ό,τι ο Θεός Πατήρ, άρα είναι κτίσμα και όχι Θεός, πράγμα που συνιστά την αίρεση του αρειανισμού (περί των επιπτώσεων της οποίας βλ. κατωτέρω).
Παρομοίας σημασίας είναι και η διαφορά των περί του Υιού και Λόγου του Θεού θεολογικών όρων «γεννητός» και «γενητός», από τους οποίους ο μεν πρώτος προέρχεται από το ρήμα «γεννώ» και ο δεύτερος από το ρήμα «γίγνομαι» (δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι). Οι Ορθόδοξοι που αντιμετώπισαν την αρειανική αίρεση σαφώς διέκριναν μεταξύ των δύο. Ο Μέγας Αθανάσιος διετύπωσε χαρακ-τηριστικά: «Σχετικώς με το γεννητόν δεν διαφέρει και αν λέγη κανείς ότι “γέγονεν” ή “πεποίηται”· όμως, τα γενητά είναι αδύνατον, αφού είναι δημιουργήματα, να λέγονται “γεννητά”, εκτός βέβαια, εάν μετά ταύτα, επειδή μετέσχον στον γεννητόν Υιόν, λέγεται ότι και αυτά “εγεννήθησαν”· όχι βέβαια, χάρις στη φύση τους, αλλά χάρις στην εκ μέρους τους μετουσία του Υιού εν τω Πνεύματι» 19.
Οι Ορθόδοξοι εγνώριζαν, ότι ο Θεός Υιος και Λόγος είναι «αγένητος», καθώς και ο Θεός Πατήρ και το Άγιον Πνεύμα (δηλαδή δεν «εγένετο», δεν «εκτίσθη», δεν δημιουργήθηκε), δεν είναι όμως και «αγέννητος», διότι γεννάται από τον Πατέρα, το οποίο χαρακτηρίζει τον τρόπο υπάρξεως της υποστάσεώς Του, κατά το «υποστατικό Του ιδίωμα», με Γεννήτορά Του τον Θεόν Πατέρα. Υπ’ αυτήν την έννοια, μόνος ο Θεός Πατήρ είναι, όχι μόνον αγένητος (αδημιούργητος), αλλά και αγέννητος (δηλ. δεν υπάρχει «γεννητώς», με γέννηση από κάποιο άλλο Πρόσωπο). Αντιθέτως, οι αρειανοί εταύτιζαν, την αγεννησία και την αγενησία με την ουσία μόνον του Θεού Πατρός, και συνεπέραναν ότι, εφ’ όσον ο Υιος είναι γεννητός εκ του Πατρός, τότε είναι ετερούσιος, διαφορετικής («ετέρας») ουσίας από τον Πατέρα, και συνεπώς και γενητός, δηλαδή κτίσμα, δημιούργημα20, που ήλθε στην ύπαρξη σε κάποια στιγμή. Και εδώ η διαφοροποίηση της Ορθοδοξίας από την αίρεση, διήλθε μόνον μέσω... ενός «ν»! Η διευκρίνηση στο Σύμβολο της Πίστεως, που και σήμερα απαγγέλλουμε, «γεννηθέντα, ου ποιηθέντα» έχει ακριβώς τη σημασία αυτής της διακρίσεως των δύο ομοήχων λέξεων· είναι το ίδιο σαν να λέγει «γεννηθέντα, ου γενηθέντα».
Ένα άλλο ιστορικό παράδειγμα αφορά στον όρο «Χριστοτόκος» περί της Υπεραγίας Θεοτόκου· σε αυτή την περίπτωση, έχουμε ένα δογματικό όρο, τον όρο «Χριστοτόκος» περί της Θεοτόκου, ο οποίος νοηματικώς καθ΄ εαυτόν δεν είναι εσφαλμένος21· άλλωστε και η ορθόδοξος ιερά Υμνογραφία αναφερόμενη στη Υπεραγία Θεοτόκο λέγει: «Χριστόν τον Θεόν ημών έτεκες»22. Ωστόσον, επειδή ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον αιρεσιάρχη Νεστόριο με πονηρό σκοπό, για να εξοβελίσει τον όρο «Θεοτόκος» - επειδή ο Νεστόριος δεν ταύτιζε το πρόσωπο του Χριστού με το πρόσωπο του Υιού και Λόγου, όπως οι Ορθόδοξοι – γι΄ αυτό η Εκκλησία απαγόρευσε την χρήση του όρου «Χριστοτόκος» περί της Παναγίας, ως μη επαρκούς όρου, και καθιέρωσε τον όρο «Θεοτόκος»23, περί της αγίας Παρθένου, ως όρου επαρκέστατα σαφούς χριστολογικώς, εφ’ όσον κατά τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, όλος ο τότε χριστολογικός αγώνας των Ορθοδόξων συνοψίζεται στον χαρακτηρισμό της Παρθένου Μαρίας ως Θεοτόκου: «Σχεδόν ολόκληρος ο αγώνας περί της Πίστεως έχει συγκροτηθή από μας, αν διαβεβαιώνουμε, ότι είναι Θεοτόκος η αγία Παρθένος»24.
● Τη διαπίστωση αυτή, περί της σημασίας των φαινομενικώς μικρών διαφορών δογματικής ορολογίας για τη διατήρηση ή αλλοίωση της Πίστεως, εκφράζουν και γενικώς οι Άγιοι Πατέρες στα συγγράμματά τους.
Ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του Περί του Αγίου Πνεύματος, επισημαίνει: «Το ναί και το όχι είναι δύο συλλαβές· αλλ’ όμως το καλύτερο από τα αγαθά, η αλήθεια, και το έσχατο όριο της πονηρίας, το ψεύδος, πολλές φορές εμπεριέχονται σ’ αυτές τις μικρές λέξεις. Και τί λέγω αυτά; Ήδη, και μόνον να κινήση κανείς καταφατικά το κεφάλι για τα μαρτύρια χάριν του Χριστού, κρίθηκε εκπληρωτής ολόκληρης της ευσέβειας. Και εάν αυτά είναι έτσι, ποιές από τις θεολογικές εκφράσεις είναι τόσο μικρή, ώστε είτε καλή είναι είτε κακή, να μη παρέχηι μεγάλη ροπή για ένα από τα δύο; Εάν λοιπόν από τον Νόμο “ιώτα εν και μία κεραία δεν θα παρέλθη”[Ματθ. 5, 18], πώς θα ήταν δυνατόν σε μας να παραβαίνουμε και τα πιο μικρά;»25.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το του Αποστόλου Παύλου «Τας δε βεβήλους καινοφωνίας περιΐστασο» [Β’Τιμ. 2, 16] γράφει· «Διότι δεν θα σταματήσουν μέχρι εδώ. Διότι όταν κάτι καινούργιο εισαχθή, πάντοτε τίκτει καινοτομίες· και είναι απέραντη η πλάνη αυτού που έχει εξέλθει από το εύδιο λιμάνι και δεν θα σταματήση πουθενά. Διότι λέγει “Επί πλείον προκόψουσιν ασεβείας και ο λόγος αυτών ως γάγγραινα νομήν έξει” [Β’Τιμ. 2, 17]. Είναι ασταμάτητο κακό, που πια δεν μπορεί να περιορισθή από κάποια γιατρειά, αλλά καταστρέφει το παν. Δείχνει ότι η καινοφωνία [καινούργια διδασκαλία] είναι αρρώστια, η μάλλον χειρότερη από αρρώστια» 26.
Γράφει επίσης και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης για το πώς μία λέξη, ο χαρακτηρισμός «οικονομία» για την αμαρτία, μπορεί να γίνει πολλαπλώς ολέθριος: «Η μοιχο-σύνοδος αναμφιβόλως ολοκλήρωσε μιαν αίρεση, αρχίζοντας από τη μοιχεία, μολονότι στα μισά «καταλάγιασε» μόνο ... στο να ονομάση ή μάλλον να κηρύξη ότι η μοιχοζευξία [δηλ. ο γάμος μοιχευομένων προσώπων] αποτελεί οικονομία στην Εκκλησία του Θεού. Και μη θαυμάσης αν μια λέξη τίκτη αίρεση, ακούοντας τον Κύριο να λέγη “ Ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένηται” [Ματθ. 5, 18]. Μήτε να σου φανή καλό να λέγης· “Πού είναι η ανάγκη να πολυπραγμονούμε, και με μια λέξη να ανάγουμε στην αρχή τους τις γνωστικές θεωρίες και να συμπεραίνουμε εκείνο και το άλλο;”. Για να μη πέσης στη λεγομένη αίρεση των Γνωσιμάχων [των εχθρών της γνώσεως]».
Και πάλι λέγει σε άλλο σημείο: «Αυτοί, όμως, που αντίθετα από αυτά εκήρυξαν την μοιχοζευξία ως σωτήρια οικονομία, τι διαφορετικό έκαναν από το να αποφανθούν ότι οι εντολές του Θεού είναι τρεπτές [...] Δεν συμπεραίνεται λοιπόν από αυτά, παρά μόνον το ότι, ο Θεός είναι τρεπτός και αλλοιωτός, καθώς εξομοιώνεται αυτός που ομιλεί με αυτά που λέγει, και το Ευαγγέλιον είναι αόριστο ως προς την σωτηρία και την απώλεια. Άρα, και για όλους τους ανθρώπους και για κάθε παράβαση εντολής, υπάρχει ... “οικονομία” !» 27.
Ο Άγιος Ταράσιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, επί των ημερών του οποίου επιτεύχθηκε η πρώτη αναστήλωση των Αγίων Εικόνων (787 μ.Χ.), απευθυνόμενος στην Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, λέγει τα εξής: «Το να αμαρτάνη κανείς στα δόγματα είτε είναι μικρά, είτε είναι μεγάλα, είναι το ίδιο. Διότι και από τα δύο αθετείται ο νόμος του Θεού» 28.
Παρομοίως και ο Άγιος Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινου-πόλεως, σε επιστολή του προς τον Πάπα Νικόλαο, γράφοντας για το ποια θέσμια της Εκκλησίας είναι υποχρεωτικά για όλους και ποια όχι, επισημαίνει: «Και πράγματι, υπάρχουν τα κοινά, τα οποία είναι ανάγκη να τα φυλάττουν όλοι, και βεβαίως πριν από τα άλλα, τα περί Πίστεως, όπου αν παρεκκλίνη ολίγον κανείς, αμαρτάνει αμαρτίαν προς θάνατον. Υπάρχουν και μερικά που ακολουθούνται από κάποιους ιδιαιτέρως, των οποίων η παράβαση είναι επιζήμια για εκείνους που τους παραδόθηκαν αυτά, για εκείνους όμως που δεν τα παρέλαβαν, το να μη τα τηρήσουν είναι απαλλαγμένο κατακρίσεως» 29.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, καταφερόμενος κατά της λατινικής αιρέσεως του Filioque, παρατηρεί στο έργο του Λόγος αποδεικτικός περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος τα εξής: «Ο όφις λοιπόν ο νοητός και δια τούτο και περισσότερον κατηραμένος, το πρώτο και μέσο και τελευταίο κακό, ο πονηρός, που τρέφεται πάντοτε από την χαμερπή και γήινη πονηρία, ο ακούραστος παρατηρητής της πτέρνας, δηλαδή της απάτης, αυτός που είναι κάθε θεομίσητης δοξασίας εφευρετικώτατος σοφιστής και απίθανα ευμήχανος, χωρίς καθόλου να λησμονή τη δική του κακοτεχνία, εισάγει καινούργιες ορολογίες περί Θεού, μέσω των Λατίνων, που είναι πειθήνιοι σε αυτόν, και οι οποίες φαίνονται να έχουν μικρή παραλλαγή, αλλά είναι αφορμές μεγάλων κακών και φέρουν πολλά και δεινά έκφυλα και άτοπα της ευσεβείας, και οι οποίες δεικνύουν σε όλους φανερώς, ότι σε ό,τι αφορά στο Θεό, δεν είναι μικρό το έστω και ελάχιστα μικρό. Διότι εάν στο κάθε τι από τα δικά μας [τα ανθρώπινα] εάν ξεκινήση ένα άτοπο στην αρχή, μετά ταύτα γίνονται πολλά τα άτοπα, πως σε ότι αφορά στην κοινή Αρχή των πάντων και στις σχετικές με αυτήν τρόπον τινά αναπόδεικτες αρχές, εάν προηγηθή κάτι άηθες με ασέβεια, δεν θα γίνουν πολλά τα ατοπήματα εκτός τούτου; Στα οποία θα είχε φανερώς περιπέσει το γένος των Λατίνων, αν δεν είχε αφαιρεθή το περισσότερο από την κακοδοξία, επειδή εμείς αντιλέγαμε στην καινοφωνία του δόγματος. Και μερικές φορές συστέλλονται τόσο πολύ, ώστε λόγω ελλείψεως επιχειρημάτων, να λέγουν ότι έχουμε το ίδιο φρόνημα, αλλά διαφωνούμε στις εκφράσεις· και βέβαια ψεύδονται υπέρογκα στον ίδιο τον εαυτό τους»30. Συνεπώς, και κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, «ου μικρόν εν τοις περί Θεού το παραμικρόν».
Το φρόνημα αυτό της Εκκλησίας μας, ότι η παραμικρή απόκλιση από την Πίστη, συνιστά αίρεση, τεκμηριώνεται επαρκώς από τις παραπάνω λίγες παραπομπές στους Αγίους Πατέρες, μολονότι είναι δυνατόν να ευρεθούν και πολλές ακόμη. Μάλιστα, η συνείδηση αυτή πέρασε και στους περί Πίστεως πολιτικούς νόμους· όπως μας πληροφορεί ο «Νομοκάνων» -ο οποίος είναι συλλογή ιερών Κανόνων της Εκκλησίας και Νόμων της Πολιτείας- σε διάταξη του πολιτικού Κώδικος (α΄ βιβλίον, ε΄ διάταξις, β΄ τίτλος) υπάρχει ο εξής χαρακτηρισμός του νόμου της Πολιτείας: «είναι αιρετικός και υπόκειται στους νόμους κατά των αιρετικών αυτός που παρεκκλίνει και λίγο από την Ορθόδοξη Πίστη» 31. Επίσης σε άλλη, παλαιότερη νομική διάταξη υπάρχει και η διατύπωση αυτή: «αιρετικός είναι ο καθένας που φάνηκε και με μικρή ένδειξη ότι παρετράπη από το δόγμα ή την ευθεία της Καθολικής Εκκλησίας» 32.
Δυστυχώς, στα πλαίσια της αιρέσεως του οικουμενισμού, ο οποίος τείνει, όση δύναμις, να αλλοιώσει την ορθόδοξη θεολογία, είναι δυνατόν να δεί κανείς την απαράδεκτη, ανεδαφική και αντι-παραδοσιακή διαίρεση των δογματικών διαφορών σε εκείνες που συνιστούν αίρεση και σε άλλες που δεν συνιστούν αίρεση33. Οπωσδήποτε, όμως, αυτό το οποίο φαίνεται στη διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας μας είναι το αντίθετο και είναι πολύ απλό και σωτήριο: όποιος (ονομαζόμενος «χριστιανός») πιστεύει μεν στην Αγία Τριάδα και στον Χριστό ως Θεό, αλλ’ ενσυνειδήτως διαφέρει της Ορθοδοξίας έστω και κατ’ ελάχιστον, αυτός είναι αιρετικός και εκτός Εκκλησίας.
5. Σωτηριολογικές επιπτώσεις της αιρέσεως
Α. Τα μυστήρια των αιρετικών, καθ΄ ότι άκυρα, είναι αχαρίτωτα
Η Εκκλησία είναι, προς λύπην Της, υποχρεωμένη να αποκόψει τα αμετανόητα αιρετικά μέλη της για να μη αλλάξει σταδιακά η εκκλησιαστική Πίστη και Παράδοση· η αποκοπή αυτή των αιρετικών, το γνωστόν «ανάθεμα» ή«αφορισμός» των ιερών Συνόδων, ουσιαστικώς στερεί και επισήμως τους αιρετικούς από την Άμπελο, από το Σώμα και Αίμα του Χριστού, μολονότι οι αιρετικοί είχαν ήδη διακόψει κάθε προσωπική εν Αγίω Πνεύματι σχέση με τον Χριστόν, αποδεχόμενοι ένα «αντίχριστο» φρόνημα.
Αποδεικνύεται επαρκώς, βάσει της διδασκαλίας της Εκκλησίας μας και πλήθους ιστορικών περιστατικών, που αφορούν στον Άρειο (4ος αι. ), στον αντι-ησυχαστή Ακίνδυνο (14ος αι.), κ.α. ότι οι αιρεσιάρχες, όσοι εκκινούν μια καινουργή αίρεση, ακόμη και όταν είναι τυπικώς (εξωτερικώς) εντός Εκκλησίας, ουσιαστικώς είναι αποκομμένοι από την Κεφαλή της Εκκλησίας, τον Χριστό34.
Η Εκκλησία, παρά ταύτα, επειδή είναι εξ ορισμού «Μία», καθώς ομολογούμε και στο Σύμβολο της Πίστεως, δεν διαιρείται, αλλά χαρακτηρίζεται από ταυτότητα Πίστεως, κοινή μετοχή στη Λατρεία και τα Μυστήρια και κοινή διοίκηση35· ώστε δεν μπορούμε να έχουμε δύο ομότιμες Εκκλησίες με διαφορετική Πίστη, λατρεία, διοίκηση, καθώς εσφαλμένως δογματίζεται λ.χ. περί δήθεν «δύο πνευμόνων» της Εκκλησίας, ανατολικού και δυτικού, η περί των ετερόδοξων «Εκκλησιών» ως κλάδων του ενός δένδρου της αοράτου Εκκλησίας («θεωρία των κλάδων»)36· η απλή αλήθεια είναι, ότι η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού παραμένει πάντοτε αδιαίρετη. Γράφει επί τούτου και ο Ομολογητής Αγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: «Επειδή από τους Αποστόλους και έπειτα, με πολλούς τρόπους πολλές αιρέσεις προσέκρουσαν πάνω της και άθεσμοι ρύποι αντίθετοι στους Κανόνες, όπως και τώρα, αλλά η ίδια [η Εκκλησία] με τον τρόπο που είπαμε έχει παραμείνει άσχιστη και αδιαίρετη, και θα διαμένη έτσι στον αιώνα, καθώς θα αφαιρούνται από αυτήν και θα αποδιώκονται αυτοί που εφρόνησαν και έπραξαν κακά, όπως απομακρύνονται από την άσειστη παράλια πέτρα, τα κύματα που καταπίπτουν πάνω της» 37.
Περί του κύρους των μυστηρίων και της διδαχής των αιρετικών ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ερμηνεύοντας βαθύτερα την επίπληξη του Προφήτου Μαλαχίου για την εγκατάλειψη της «γυναικός της νεότητος» (Μαλ. 2, 14.15), γράφει τα εξής: «Και αυτά μεν όσον αφορά στην εμφανή και πρόχειρη κατανόηση· αλλά πρέπει να προσέχουν όσοι έχουν κληθή προς αγιασμό μέσω της Πίστεως, μήπως με κάποιον τρόπο αποτραβηχθούν προς τις βέβηλες αιρέσεις, σαν προς κάποιες γυναίκες αλλογενείς, τις οποίες ο Θεός απεχθάνεται. Διότι τους αρκεί για πνευματική καρποφορία ή καθαρή και άμωμη παιδαγωγία των διδασκάλων της Εκκλησίας, και - τρόπος του λέγειν - τους καθιστά πατέρες τέκνων ευγενών, οι οποίοι τίκτουν νοητώς από αγαθή καρδία τα καυχήματα της προς Θεόν αγάπης» 38.
Σε άλλο έργο του ο Άγιος Κύριλλος γράφει· «... αυτοί που συνάπτονται με τους ανοσίους αιρετικούς και μετέχουν στα θυσιαστήρια εκείνων, και για τους οποίους τα αγαπημένα τα Θυσιαστήρια έγιναν ξένα. Διότι επλήθυναν εναντίον του εαυτού των τις αμαρτίες, θυσιάζοντας τον Αμνόν, έξω της ιεράς και θείας αυλής, δηλαδή της Εκκλησίας» 39.
Παρομοίως περί της απουσίας εκκλησιαστικού χαρακτήρος στις εκτός Εκκλησίας κοινότητες αποφαίνεται και η Αγία Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, όπως φαίνεται στα Πρακτικά της: «Ιωάννης ο θεοφιλέστατος τοποτηρητής του αποστολικού θρόνου της ανατολής είπε· η αίρεση χωρίζει κάθε άνθρωπο από την Εκκλησία· η Αγία Σύνοδος είπε· τούτο είναι ολοφάνερο» 40.
Λόγω της ελλείψεως της χάριτος του Θεού στους κόλπους των αιρετικών είναι σαφές στους Πατέρες της Εκκλησίας, ότι δεν μπορεί να υπάρξη αληθής αρετή σ΄ αυτούς· σημειώνουμε αντιπροσωπευτικώς μόνον τον άγιον Ιωάννην της Κλίμακος· «Είναι αδύνατον από το χιόνι να προέρχεται φλόγα· περισσότερον, όμως, αδύνατον είναι να υπάρχη ταπείνωσις εις τους ετεροδόξους· τούτο, λοιπόν, είναι κατόρθωμα των πιστών και ευσεβών, και μάλιστα όσων έχουν καθαρθή» 41.
● Οι αιρετικοί δεν έχουν «αποστολική διαδοχή».
Πολλοί σύγχρονοι οικουμενιστές, υπερασπιστές του κύρους των αιρετικών μυστηρίων, επικαλούνται την των αιρετικών «αποστολική διαδοχή», δηλαδή την αδιάσπαστη σειρά χειροτονιών η οποία κατέρχεται από την αποστολική εποχή μέχρι την χειροτονία των συγχρόνων μας αιρετικών Επισκόπων στους τόπους των δικαιοδοσιών των αιρετικών· όμως οι Άγιοι Πατέρες είναι σαφείς για την έλλειψη χάριτος σε όσους δεν ευρίσκονται σε ζωντανή κοινωνία (και όχι απλώς ιστορική-παρελθοντική) με το Σώμα του Χριστού.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ομιλώντας περί του Μεγάλου Αθανασίου και της αναδείξεώς του στο Θρόνο της Αποστολικής Εκκλησίας Αλεξανδρείας, ως διαδόχου του Αποστόλου Μάρκου, διευκρινίζει, ότι σημασία για την αποστολική διαδοχή έχει η διαδοχή και εξακολούθηση της αποστολικής Πίστεως και όχι η διαδοχή του θρόνου καθ’ εαυτόν, άνευ της ορθής Πίστεως. Λέγει επί λέξει· «Ό,τι είναι ομόγνωμο είναι και ομόθρονο· ότι είναι αντίδοξο [δηλ. της αντιθέτου δόξης, πίστεως] είναι και αντίθρονο [του αντιθέτου θρόνου]· και η μεν [η διαδοχή στον θρόνο] έχει το όνομα της διαδοχής, αλλά η δε [η διαδοχή στην ευσέβεια] έχει την αλήθεια της διαδοχής. Διότι δεν είναι διάδοχος αυτός που έχει αντίθετη δόξα [πίστη], αλλ’ αυτός που έχει την ίδια πίστη. Αν κάποιος δεν παραδέχεται διάδοχο με αυτόν τον τρόπο, τότε [είναι] σαν να λέγη την νόσο διάδοχο της υγείας, και τη ζάλη της γαλήνης και την τρέλλα της συνέσεως» 42.
● Το βάπτισμα των αιρετικών είναι «καθ’ εαυτό» άκυρο και χωρίς καμμία «διαδοχή».
Ο Μέγας Βασίλειος επίσης αναφέρει την αρχαία παράδοση, το βάπτισμα των αιρετικών να θεωρείται παντελώς άκυρο, των δε σχισματικών, επειδή προέρχονται από την Ορθοδοξη Εκκλησία (όπου είχαν στην αρχή βαπτισθή) να γίνεται δεκτό. «Εκείνο το βάπτισμα έκριναν οι παλαιοί να δέχονται, το οποίο καθόλου δεν παραβαίνει την Πίστη. [...] Απεφάσισαν λοιπόν οι αρχαίοι, το μεν βάπτισμα των αιρετικών παντελώς να το απορρίπτουν, των δε σχισματικών, επειδή είναι ακόμη από την Εκκλησία, να το αποδέχονται. [...] Αυτοί που δεν εβαπτίσθηκαν σε αυτά που μας παραδόθηκαν, δεν εβαπτίσθηκαν»43.
Περαιτέρω επεξηγεί, ότι μερικοί παλαιοί Πατέρες της «αυστηρότερης» γραμμής (άγιος Κυπριανός, άγιος Φιρμιλιανός κ.α.) προτίμησαν ακόμη και των σχισματικών τα μυστήρια, λόγω της εξόδου των σχισματικών από την Εκκλησία, να θεωρούνται άκυρα, διότι οι μεν πρώτοι των σχισματικών είχαν λάβει την χάρη, αλλά την έχασαν απομακρυνόμενοι της Εκκλησίας· «Αυτοί που απέστησαν από την Εκκλησία, δεν είχαν πια την χάρη του Αγίου Πνεύματος πάνω τους· διότι έλειψεήμετάδοση [του Αγίου Πνεύματος] επειδή διεκόπη η ακολουθία. Αυτοί που πρώτοι απεχώρησαν [από την Εκκλησία] είχαν τις χειροτονίες από τους Πατέρες, και με την τοποθέτηση των χειρών αυτών, έλαβαν το χάρισμα το πνευματικόν· εκείνοι όμως που απεκόπησαν [οι σχισματικοί], επειδή έγιναν λαϊκοί, δεν είχαν εξουσία ούτε να βαπτίζουν, ούτε να χειροτονούν, ούτε ημπορούσαν να παρέχουν σε άλλους την χάρη του Αγίου Πνεύματος, από την οποίαν άλλωστε αυτοί εξέπεσαν. Δια τούτο προσέταξαν, επειδή οι δικοί τους βαπτίζονται από λαϊκούς, όταν έρχονται στην Εκκλησία, να ανακαθαίρονται με το αληθινό Βάπτισμα της Εκκλησίας» 44.
Αν λοιπόν τίθεται, όπως εδώ, σοβαρότατο θέμα εγκυρότητος των μυστηρίων των σχισματικών, πόσο μάλλον είναι μετά βεβαιότητος άκυρα τα μυστήρια των αιρετικών;
Για το λόγο τούτο και ο ιερός Κανών της εν Καρχηδόνι αγίας Τοπικής Συνόδου (258 μ.Χ.) είχε νωρίτερα διαπιστώσει : «... αυτό και τώρα ορίζουμε, το οποίο πάντοτε ισχυρώς και ασφαλώς κρατούμε, ότι κανείς δεν μπορεί να βαπτισθή έξω της Καθολικής Εκκλησίας, επειδή είναι ένα το Βάπτισμα και υπάρχει μόνο μέσα στην Καθολική [δηλ. Ορθοδόξη] Εκκλησία [...] στην Καθολική Εκκλησία ημπορεί να δοθή [άφεση αμαρτιών], αλλά πλησίον των αιρετικών, όπου δεν υπάρχει Εκκλησία, είναι αδύνατον να λάβη κανείς άφεση αμαρτιών [...] Ο αιρετικός δεν ημπορεί να αγιάση το έλαιον, επειδή δεν έχει ούτε θυσιαστήριο, ούτε Εκκλησία. Και δεν ημπορεί ολωσδιόλου να υπάρχη χρίσμα στους αιρετικούς [...] Και γι’ αυτό εμείς που είμαστε με τον Κύριο και κρατούμε την ενότητα του Κυρίου, κατά την αξία που μας χορηγείται, και λειτουργώντας την ιερατεία Του στην Εκκλησία, όσα κάνουν οι εναντίον Του αντικείμενοι, δηλαδή εχθροί και αντίχριστοι, οφείλουμε να τα αποδοκιμάσουμε και αποποιηθούμε και απορρίψουμε και να τα έχουμε ως βέβηλα 45.
Σύγχρονες μελέτες, με ίσως πιο πλήρη και έγκυρη αυτήν του π. Γεωργίου Μεταλληνού «Ομολογώ εν Βάπτισμα», αποδεικνύουν, βάσει των ιερών Κανόνων (π.χ. 7ου της Β’ Οικουμενικής Συνόδου και 95ου της Πενθέκτης) ότι πάντοτε η Εκκλησία θεωρούσε ως καθ’ εαυτά άκυρα τα βαπτίσματα των αιρετικών κοινοτήτων, ασχέτως αν για πολλούς λόγους γίνονταν ενίοτε κατ’ οικονομίαν δεκτά, αλλά με την προϋπόθεση, ότι οι αιρετικοί επιστρέφουν στην Εκκλησία. Δηλαδή, αν δεν επιστρέφουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, τα μυστήρια των αιρετικών λαμβάνονται ως παντελώς άκυρα «καθ’ εαυτά». Επίσης, η ίδια μελέτη αποδεικνύει, ότι προϋπόθεση για την (κατ’ οικονομίαν και όχι κατ’ ακρίβειαν) αποδοχή του βαπτίσματος ενός αιρετικού, αποτελεί το να είναι ο τρόπος του βατίσματος της εν λόγω αιρέσεως, ταυτόσημος με τον ορθόδοξο, δηλαδή τριπλή κατάδυση στο νερό, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος46. Αυτόν τον τύπο του Βαπτίσματος έχουν παντελώς εγκαταλείψει οι μεγαλύτεροι των συγχρόνων αιρετικών «χριστιανών», Παπικοί και Προτεστάντες, εφαρμόζοντας οι μεν ράντισμα (“aspersion”), και όχι βάπτισμα, οι δε αρκούμενοι στην ομολογία της «πίστεως στον Ιησού», άνευ αληθούς καταδύσεως στο νερό.
Επί τούτου προσμαρτυρεί και ο ιστορικός, Καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, ότι ήταν η αποκλίνουσα εκκλησιολογία μόνον του ιερού Αυγουστίνου η οποία και σε αυτό το σημείο αλλοίωσε την μέχρι τότε παραδοσιακή εκκλησιολογία και αναγνώρισε κύρος στα μυστήρια εξω-εκκλησιαστικών κοινοτήτων, θέτοντας τις βάσεις για τη μεταγενέστερη δυτική «ελαστική» εκκλησιολογία των Παπικών και Προτεσταντών. Η κύρια αρχαία εκκλησιαστική «γραμμή» εν προκειμένω είναι αυτή η οποία εκφράζεται από τον ιερό Κυπριανό Καρχηδόνος: «Εκτός Εκκλησίας ουδεμία σωτηρία» (“Extra Ecclesiam nulla salus”), όπως και από το ανάλογο χωρίο άλλου έργου του, ότι «δεν μπορεί να έχει κάποιος πατέρα τον Θεό, αν δεν έχη μητέρα την Εκκλησία» 47.
Πιο συγκεκριμένα ο Καθηγητής Φειδάς: «Για να θεμελιώση όμως την καθολικότητα και το ακαταγώνιστο της θείας χάριτος έπρεπε να αντιμετωπίση [ο ι. Αυγούστίνος]: α) την προγενέστερη σχετική εκκλησιαστική παράδοση, σύμφωνα με την οποία η θεία χάρη παρέχεται μόνο με τα μυστήρια και μόνο μέσα στους κόλπους της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας [...] Η αποσύνδεση αυτή της παροχής της θείας χάριτος τόσο από τον τελούντα, όσο και από τα κανονικά όρια της Εκκλησίας έφερε τον ι. Αυγουστίνο σε αντίθεση προς την εκκλησιολογία του ι. Κυπριανού, ο οποίος, εκφράζοντας τη γενικότερη εκκλησιαστική συνείδηση, είχε υποστηρίξει ad hoc ότι οι βαπτιζόμενοι από αιρετικούςήκαι σχισματικούς δεν λαμβάνουν τη θεία χάρη, γιατί “extra Ecclesiam nulla salus” […] ... και οι αιρετικοί [κατά τη διδασκαλία του ι. Αυγουστίνου] θα μπορούσαν να θεωρηθούν κατά κάποιο τρόπο μέλη της Εκκλησίας, γιατί “πολλοί που φαίνονται ότι είναι έξω, στην πραγματικότητα είναι μέσα” στην Εκκλησία (De baptismo, 5, 28) […] Oι εκκλησιολογικές όμως συνέπειες [της διδασκαλίας του Αυγουστίνου] τονίσθηκαν ιδιαίτερα από τη μεταγενέστερη σχολαστική θεολογία και από την προτεσταντική μεταρρύθμιση, επηρέασαν δε με καθοριστικό τρόπο την όλη εκκλησιολογία του δυτικού Χριστιανισμού. Τούτο φαίνεται όχι μόνο από την προτεσταντική διδασκαλία περί “αοράτου Εκκλησίας”, αλλά και από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησιολογία του πρόσφατου διατάγματος De oecumenismo (Unitatis redintegratio) της Β’ Βατικανής Συνόδου» 48.
● Η αίρεση (και όχι ο αντι-αιρετικός αγώνας) δημιουργεί σχίσμα και εξάγει από την κοινωνία με το Σώμα Χριστού
Η πρώτη και άμεση βλάβη της σωτηρίας των Χριστιανών από την αίρεση προέρχεται από το σχίσμα που δημιουργεί η αίρεση στο εκκλησιαστικό Σώμα, το Σώμα του Χριστού.
Το ότι η εισαγωγή και διδασκαλία αιρέσεως αποτελεί αρχή σχίσματος, είναι φανερόν ευκρινέστατα από τον 15ον ιερόν Κανόνα της Πρωτοδευτ